Οι οικογένειες με πολλά παιδιά προσφέρουν μια πολύ όμορφη εικόνα, με πολλές παιδικές φατσούλες, χαμόγελα και όμορφες στιγμές. Πώς αισθάνεται όμως το παιδί κάθε φορά που προστίθεται κάποιο καινούργιο μέλος στην οικογενειακή δομή;
Η απόφαση για ένα δεύτερο παιδί, ακόμα και αν είναι συνειδητή και προγραμματισμένη δεν είναι πάντα εύκολη. Πολλές φορές οι γονείς παρακινούνται και παίρνουν την απόφαση για ένα δεύτερο παιδί, επειδή το πρωτότοκο παιδί ζητά επίμονα παρέα για να παίζει. Γιατί φυσικά φαντάζεται ότι θα προστεθεί ξαφνικά ένα παιδί στην ηλικία του ή ότι θα μεγαλώσει μαγικά, γρήγορα για να παίζει μαζί του. Φυσικά τα πράγματα δε συμβαίνουν ακριβώς έτσι ή και καθόλου έτσι. Για τον λόγο αυτόν η απόφαση της διεύρυνσης της οικογένειας θα πρέπει να πηγάζει αποκλειστικά από την επιθυμία του ζεύγους.
Τα αδέλφια και οι αδελφικές σχέσεις είναι ένα θέμα που απασχόλησε την επιστήμη της Ψυχολογίας. Τα αδέλφια παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ατόμου, τη διαμόρφωση της υποκειμενικής σκέψης, αλλά και τη διαμόρφωση της έννοιας του «κοινωνικού δεσμού».
Σε ψυχικό επίπεδο, το πρωτότοκο παιδί αναγκάζεται να μοιραστεί την αγάπη των γονέων με κάποιο άλλο ισότιμο μέλος και αυτό είναι σε κάθε περίπτωση ψυχοφθόρο.
Το πρωτότοκο παιδί αισθάνεται να «εκθρονίζεται» από τον ερχομό του δεύτερου παιδιού και ζητά να ξαναβρεί τη θέση του δίνοντας «μάχες», «διπλωματικές» ή μη. Ανάλογα με τη διαφορά ηλικίας που υπάρχει μεταξύ των αδελφών, το πρωτότοκο παιδί μάχεται για να διατηρήσει προνόμια υλικά και συναισθηματικά από τους γονείς αλλά και από το ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον (θείους, θείες, παππούδες, γιαγιάδες). Σε περίπτωση που δεν καταφέρει να «σώσει τον κόσμο του» ή, για να το εκφράσουμε διαφορετικά, αν δεν καταφέρει να υπάρξουν οι λιγότερες αλλαγές (στα παιδιά της προσχολικής αλλά και σχολικής ηλικίας δεν αρέσουν οι αλλαγές σε κάθε επίπεδο), το παιδί αισθάνεται απελπισμένο, λυπημένο και πολλές φορές έχουμε την εικόνα ενός θλιμμένου παιδιού που εκφράζει μελλοντικά τη δυσφορία αυτή σε δυσκολίες που θα προκύψουν. Είναι πολύ πιθανόν να γίνει ένα παιδί με εσωστρεφή, μη δοτικό και «παθητικό» χαρακτήρα. Αν η ιδιοσυγκρασία του παιδιού είναι πιο δυναμική, έχουμε την εικόνα ενός παιδιού που πιθανόν «γκρινιάζει», διεκδικεί συνεχώς, με μαχητικό και ανταγωνιστικό χαρακτήρα.
Αναφορικά με το δεύτερο παιδί, δεν είναι ποτέ μόνο του, αλλά βρίσκεται πάντα αντιμέτωπο με το μεγαλύτερο παιδί. Αυτή η μόνιμη εικόνα που έχει μπροστά του, ενός μεγαλύτερου και συνεπώς πιο δυνατού αδελφιού, καλλιεργεί το συναίσθημα του ανταγωνισμού. Αν καταφέρει να συναγωνιστεί το μεγαλύτερο αδέλφι του, τότε δημιουργείται ένας εξαιρετικός χαρακτήρας. Σε περίπτωση που αποτύχει και δεν είναι ικανό, για παράδειγμα να συναγωνιστεί το μεγαλύτερο παιδί στο παιχνίδι αλλά και στις άλλες δραστηριότητες και εργασίες της ηλικίας του, θλίβεται, απελπίζεται και περνά δύσκολες στιγμές.
Το τρίτο παιδί (ή το τελευταίο παιδί της οικογένειας), οφείλει να παλέψει «για μια θέση στον ήλιο». Αλλάέχει το πλεονέκτημα ότι δεν υπάρχεικάποιος που να έπεται. Το γεγονόςαυτό του δημιουργεί το συναίσθηματης υπεροχής και, αν είναι ικανό,ξεπερνά συχνά το πρωτότοκο παιδίτης οικογένειας με την έννοια τηςσημαντικότητάς του. Αν δεν είναιικανό και η ιδιοσυγκρασία του δενείναι τόσο δυναμική, κρύβεται συχνάαπό το γεγονός ότι υπήρξε πολύ χαϊδεμένο, βρίσκει δικαιολογίες για νααποφεύγει τις ευθύνες και δημιουργεί έναν χαρακτήρα οκνηρό ή/καιναρκισσιστικό.
Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να αναφέρουμε την έννοια της «μοναδικότητας» του κάθε ανθρώπου, αλλά και τον σημαντικό ρόλο των γονέων στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους. Θα πρέπει να υπάρχει ίση και δίκαιη μεταχείριση και να διατηρούνται ισορροπίες. Η ψυχική ενέργεια και ισορροπία του κάθε ατόμου ξεχωριστά αλλά και της οικογενειακής δομής γενικότερα είναι πολύ σημαντικές έννοιες σε μια κοινωνία που εξελίσσεται καθημερινά με ραγδαίους ρυθμούς.