Παρόλο που τα συμπτώματα του διαβήτη κύησης συνήθως υποχωρούν αμέσως μετά τον τοκετό, υπάρχουν περιπτώσεις γυναικών (κατά κύριο λόγο γυναίκες με ΔΜΣ > 30) που εξακολουθούν να εμφανίζουν παθολογική ανοχή γλυκόζης και μετά τη γέννηση του παιδιού τους.
Οι γυναίκες αυτές διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 αργότερα στη ζωή τους, οπότε η ανάγκη για καθοδήγηση από έναν διατροφολόγο είναι επιτακτική. Η Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία συστήνει τον έλεγχο της γλυκόζης αίματος στις γυναίκες με διαβήτη κύησης 6 εβδομάδες μετά τον τοκετό, ετήσιο έλεγχο σε κάθε γυναίκα με διαταραγμένη ανοχή στη γλυκόζη καθώς και προσαρμογή των διατροφικών συνηθειών με βάση ένα ισορροπημένο διαιτολόγιο.
Υπάρχουν, όμως, και άλλες κατηγορίες γυναικών για τις οποίες η διατροφική παρακολούθηση επιβάλλεται:
- γυναίκες που κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είχαν μεγαλύτερη αύξηση βάρους από το επιθυμητό,
- γυναίκες με μη ισορροπημένες διατροφικές συνήθειες (π.χ., αποφυγή ορισμένων ομάδων τροφών),
- γυναίκες που πάσχουν από φαινυλκετονουρία ή από άλλες παθολογικές καταστάσεις (π.χ., υπέρταση και άλλες χρόνιες παθήσεις) ή
- γυναίκες που έχουν ιστορικό κατάχρησης ουσιών.
Η παρακολούθησή τους πρέπει να γίνεται από πτυχιούχο διαιτολόγο έπειτα από παραπομπή του θεράποντος ιατρού.
Το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, η κακή οικονομική κατάσταση και οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης (π.χ., μικρό σπίτι με πολλά άτομα) είναι σημαντικοί παράγοντες αρνητικής έκβασης της εγκυμοσύνης (αποβολή ή προβλήματα υγείας μετά τη γέννα) και θέτουν σοβαρά εμπόδια στην επίτευξη της συνιστώμενης πρόσληψης θρεπτικών συστατικών και της συνιστώμενης αύξησης βάρους.
Οι κοινότητες, οι δήμοι και τα μαιευτήρια οφείλουν να αναπτύξουν προγράμματα υποστήριξης των εγκύων, καλύπτοντας τις ανάγκες των γυναικών που δεν δύνανται να υποστηρίξουν τους εαυτούς τους επαρκώς, όπως οι έγκυοι στην εφηβεία, οι γυναίκες εθνικών μειονοτήτων, όσες κάνουν χρήση ναρκωτικών ουσιών ή αλκοόλ και οι άπορες μητέρες.