Με το μπλε αυτοκινητάκι που είναι το αγαπημένο του παιχνίδι, έπαιζε στο δωμάτιό του ο μικρός Νικολάκης. Φορούσε και την κόκκινη κάπα που του έφτιαξε η μαμά του και του την έδωσε δώρο για τα γενέθλιά του. Χθες έγινε 4 ετών και η μαμά και ο μπαμπάς που τον λατρεύουν του έκαναν ένα μεγάλο πάρτυ γενεθλίων με μπαλόνια και μια τεράστια τούρτα.
Είχαν έρθει και οι φίλοι του να παίξουν μαζί του και να του ευχηθούν.
Ήταν τόσο χαρούμενος. Η μαμά του τον φώναξε:
- Νικολάκη, έλα, σου έχουμε μια έκπληξη με τον μπαμπά.
Κι άλλο δώρο, σκέφτηκε ο Νικολάκης και έτρεξε ενθουσιασμένος.
- Μαμά πού είναι η έκπληξη; ρώτησε ο Νικολάκης κοιτώντας τα άδεια χέρια τής μαμάς του.
Η μαμά του τον πήρε αγκαλιά και του έδωσε ένα τρυφερό φιλί.
- Νικολάκη μου, μέσα στην κοιλίτσα μου έχω ένα μωράκι. Σύντομα θα αποκτήσεις ένα αδερφάκι.
Ο Νικολάκης απογοητεύτηκε. Αδερφάκι; σκέφτηκε, εγώ δεν θέλω αδερφάκι. Και πώς βρέθηκε μέσα στην κοιλιά της μαμάς μου;
Ο μπαμπάς του είπε:
- Τώρα θα είσαι μεγάλος αδερφός. Έχεις τόσα πράγματα να δείξεις στο αδερφάκι σου.
Ο Νικολάκης δε μιλούσε, αλλά συνοφρυωμένος και με τα χέρια του σταυρωμένα σκέφτηκε, δεν έχω καμία διάθεση να δείχνω στον αδερφό μου, δεν θέλω.
- Θα είναι τόσο μικρός και θα μας χρειάζεται όλους, μα πιο πολύ θα θέλει να τον αγαπάς εσύ, είπε η μαμά και χάιδεψε τα ξανθά μαλλάκια του Νικολάκη.
Αλλά ο Νικολάκης δεν συμφωνούσε καθόλου. Έτρεξε μπροστά στην πόρτα, άνοιξε τα χέρια και τα πόδια του και είπε:
- Δεν θα αφήσω το μωρό να έρθει στο σπίτι μας.
Οι μέρες περνούσαν, η κοιλιά της μαμάς όλο και φούσκωνε και ο Νικολάκης φαινόταν να είχε συνηθίσει στην ιδέα ότι θα αποκτήσει αδερφάκι. Εξάλλου, του είχαν πει ότι με τον ερχομό του αδερφού του θα αποκτούσε και ένα ποδήλατο.
Ένα πρωινό, ο Νικολάκης ξυπνώντας δεν βρήκε τη μαμά του δίπλα στο κρεβάτι του για να τον καλημερίσει και να τον ντύσει, αλλά τη γιαγιά του.
- Καλημέρα, Νικολάκη μου, είπε η γιαγιά.
- Γιαγιά, πού είναι η μαμά μου;
- Αγάπη μου, η μαμά σου είναι στο μαιευτήριο γιατί τη νύχτα γέννησε τον αδερφό σου.
Μαιευτήριο, γέννησε, τι άγνωστες λέξεις, σκέφτηκε. Ώστε τελικά απέκτησα αδερφό.
- Θέλω τη μαμά μου, είπε με παράπονο στη γιαγιά του.
- Υπομονή, Νικολάκη μου, θα έρθει η μαμά σε λίγες μέρες.
Ο Νικολάκης σκέφτηκε, η μαμά μου δεν με έχει αφήσει ποτέ και τώρα εξαιτίας τού αδερφού μου…
Πέρασαν οι μέρες και η μαμά επέστρεψε σπίτι με τον αδερφό του Νικολάκη και ένα όμορφο μπλε ποδήλατο. Η μαμά έπαιζε με τον Νικολάκη, αλλά συνέχεια διέκοπταν λόγω του μωρού. Απασχολούσε αρκετά τη μαμά, να πιει γάλα, να κοιμηθεί, να το αλλάξει.
- Μαμά με αγαπάς; ρώτησε.
- Νικολάκη μου σε αγαπάω τόσο πολύ ως τον ουρανό και πιο πάνω, του είπε χαμογελώντας. Όσο αγαπάω εσένα, αγαπάω και τον αδερφό σου.
- Το μωρό όλο κλαίει, παραπονέθηκε.
- Είναι μικρός και δεν μπορεί να μιλήσει ακόμα. Όταν κλαίει, κάτι θέλει να μας ζητήσει. Κάνε λίγο υπομονή θα μεγαλώσει και θα παίζετε μαζί και θα του μάθεις τόσα πράγματα. Θα είσαι σαν σούπερ-ήρωας στα μάτια του που θα ξέρεις και θα κάνεις πιο πολλά από αυτόν σαν μεγαλύτερος που θα είσαι.
Απόγευμα και ο Νικολάκης έπαιζε με το αγαπημένο μπλε αυτοκινητάκι του, η μαμά του έκανε δουλειές και ο μπέμπης κοιμόταν. Ξαφνικά ο μπέμπης έβαλε τα κλάματα. Ο Νικολάκης πήγε στη κούνια και στάθηκε από πάνω του. Τι να θέλει τώρα, αναρωτήθηκε. Τότε είδε την πιπίλα τού μπέμπη να είναι δίπλα στο μαξιλάρι του. Την πήρε και την έβαλε στο στόμα του μπέμπη. Ο μπέμπης σταμάτησε να κλαίει και άρπαξε το δάκτυλο του Νικολάκη, του έσκασε ένα χαμόγελο και αποκοιμήθηκε. Τον κρατούσε σφιχτά με τα μικροσκοπικά του δάκτυλα.
Ο Νικολάκης για πρώτη φορά είδε πως ο μικρός του αδερφός τον είχε ανάγκη. Αισθάνθηκε σούπερ-ήρωας. Έτρεξε και φόρεσε τη κόκκινη κάπα του. Από εκείνη τη στιγμή ο Νικολάκης φρόντιζε τον μικρό του αδερφό και του υποσχέθηκε ότι θα περιμένει λίγο ακόμα να μεγαλώσει για να του μάθει να κάνει ποδήλατο.
Το παραμυθάκι είναι αφιερωμένο στο Νικολάκη που μένει στην Ελβετία και σύντομα θα αποκτήσει αδερφάκι!!