Οι προσωπικότητες των παιδιών μπορούν να διαφέρουν ανάλογα με τη σειρά που έχουν γεννηθεί στην οικογένεια. Σύμφωνα με τους μελετητές οι διαφορές αυτές έχουν αποδοθεί στις συγκεκριμένες εμπειρίες που έχει κάθε παιδί ως μέλος μιας κοινωνικής ομάδας.
Οι γονείς αντιμετωπίζουν κάθε παιδί διαφορετικά, το ίδιο συμβαίνει με τα αδέλφια, τους φίλους, την κοινωνία. Ωστόσο σημαντικό ρολό έχει όχι τόσο το πώς αντιμετωπίζεται το παιδί αλλά με ποιον τρόπο το ίδιο ερμηνεύει αυτή την επικοινωνία, την μεταχείριση και την αλληλοσυσχέτιση, η οποία επηρεάζει τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του και τις αντιδράσεις του.
Αναφορικά με τα παραπάνω, το πρωτότοκο παιδί τυγχάνει να είναι το επίκεντρο, ολόκληρου του οικογενειακού ενδιαφέροντος, ώσπου να εμφανιστεί το δεύτερο παιδί. Το πρώτο παιδί νοιώθει ότι χάνει την αποκλειστικότητα των ενήλικων και περισσότερο της μητέρας εφόσον το δεύτερο παιδί είναι τον πρώτο καιρό, αποκλειστικά εξαρτώμενο από εκείνην. Αισθάνεται ότι εκθρονίστηκε, και ότι θα πρέπει να μοιράζεται το ενδιαφέρον και την αγάπη των γονιών που ως τώρα μονοπωλούσε.
Συμφώνα με όσα αναφέρθηκαν τα πρωτότοκα παιδιά είναι συχνά χαρακτήρες συντηρητικοί, αισθάνονται ανασφάλεια και μπορεί να αναπτύσσουν αρνητικά συναισθήματα για τους άλλους όταν δεν έχουν την κατάλληλη γονική καθοδήγηση και παιδεία στην ζωή τους.
Χρειάζονται πολύ συναισθηματική στήριξη, και φροντίδα από τους δυο γονείς, ότι το αγαπούν το ίδιο. Όπως επίσης και επιβεβαίωση, ότι δεν έκαναν κάτι που δεν έπρεπε, ή που δεν ήταν σωστό και για αυτό έκαναν οι γονείς το αδελφάκι. Βιώνουν την απώλεια της πρωτιάς και αυτό είναι εκείνο που μπορεί να μπλοκάρει την θέληση να συναναστραφούν και να επικοινωνήσουν, να διεκδικήσουν υπερβολικά, είτε αντικείμενα, είτε ανθρώπους από τα αδέλφια τους.
Τα δεύτερα παιδιά είναι εκείνα που είναι πιο «έτοιμα» για συνεργασία με το περιβάλλον. Αυτό συμβαίνει διότι, τα δεύτερα παιδιά είναι εκείνα που μοιράζονται ευθύς εξαρχής την προσοχή και το ενδιαφέρον των γονιών. Παρόλα αυτά το δεύτερο παιδί συνηθίζει να μπαίνει στην διαδικασία να ξεπεράσει το πρώτο, είτε στην επικοινωνία, είτε στην συναναστροφή, ή την προσήλωση προσοχής, του περιβάλλοντος.
Χρειάζεται να εστιάσουμε, την προσοχή των γονιών ως προς το συναίσθημα που μπορεί να έχει το δεύτερο παιδί για τα αντικείμενα (η κούνια, τα ρούχα, τα παιχνίδια, το ποδήλατο κ.α.) που προέρχονται από το πρώτο παιδί. Το δεύτερο παιδί στερείται αρκετές φορές το συναίσθημα της χαράς του νέου, του καινούργιου, για κάτι που μπορεί να έχει διαλέξει εκείνο και να έχει την ευκαιρία της επιλογής.
Συνήθως χαρακτηρίζεται από φιλοδοξία και επαναστατικότητα, προσαρμόζεται καλύτερα από τα αδέλφια του.
Όταν αναφερόμαστε στο μικρότερο παιδί, υπάρχει η αντίληψη ότι είναι το χαϊδεμένο. Περιβάλλεται από πολλά ερεθίσματα, οι γονείς είναι πιο σίγουροι και ποιο υποψιασμένοι βάση των εμπειριών τους, στις αντιδράσεις τους. Ωστόσο το παιδί αναπτύσσεται πιο γρήγορα, και περισσότερο από τα αδέλφια του. Το διακρίνει μια ωριμότητα, και είναι περισσότερο οριοθετημένο. Παρόλα αυτά τα μικρότερα παιδία όπως και τα πρωτότοκα έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να αναπτύξουν προβλήματα συμπεριφοράς ακριβώς διότι είναι τα πιο «χαϊδεμένα».
Τέλος, τα μοναχοπαίδια είναι εκείνα που είναι μια πολύ διαφορετική περίπτωση καθότι ανταγωνιστές και οι άνθρωποι που ταυτόχρονα τους μιμούνται είναι οι γονείς τους.
Θέλουν να είναι το επίκεντρο του ενδιαφέροντος και σε καμία περίπτωση δε θέλουν να έχουν αδέλφια. Παράλληλα μπορεί να βιώνουν την μοναξιά, και την έλλειψη κάποιας παιδικής συντροφιάς, μπορεί να υπάρχουν φορές που να μην έχουν κάποιον να παίξουν και όλο αυτό να τους προκαλεί ανία ή εκνευρισμό. Όλο αυτό το κομμάτι παρουσιάζει έντονη συναισθηματική φόρτιση άλλα και σύγκρουση εσωτερική. Πολλές φορές μπερδεύονται στο τι πραγματικά θέλουν και υπάρχουν στιγμές που βιώνουν και τα δυο, και εκεί πρέπει να σταθούν οι γονείς με στηρικτική και διερευνητική παρουσία σε ότι συμβαίνει στον συναισθηματικό κόσμο των παιδιών.