Όταν ένα αγαπημένο πρόσωπο πεθαίνει, είναι πολύ δύσκολο να γνωρίζει κανείς με ποιον τρόπο μπορεί να βοηθήσει τα παιδιά που εμπλέκονται να αντιμετωπίσουν την απώλεια, δεδομένου ότι και οι ενήλικες προσπαθούν κατά την ίδια περίοδο να διαχειριστούν το δικό τους θρήνο.
Το σημαντικότερο που πρέπει να θυμάται κανείς είναι ότι χρειάζεται οι ενήλικες να είναι ειλικρινείς με τα παιδιά και να ενθαρρύνουν, να ρωτούν. Είναι σημαντικό να δημιουργήσουν ένα περιβάλλον παρηγοριάς, ανοιχτής επικοινωνίας και να δώσουν το μήνυμα ότι δεν υπάρχει σωστός και λάθος τρόπος να αισθάνεται κανείς απέναντι στην απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου.
Εξηγήστε τον θάνατο με «παιδικούς» όρους
Όπως προαναφέραμε, οι ενήλικες πρέπει να είναι ειλικρινείς και να ενθαρρύνουν τα παιδιά να εκφράζουν τις απορίες τους. Αυτό, βέβαια, μπορεί να φαίνεται δύσκολο, καθώς οι ενήλικες νιώθουν ότι «δεν έχουν όλες τις απαντήσεις» (π.χ. «πού πάνε αυτοί που πεθαίνουν;», «Γιατί πέθανε ο μπαμπάς μου;»). Ο ενήλικας καλείται να μοιραστεί με ευαισθησία τις θρησκευτικές ή πνευματικές του απόψεις σε σχέση με τον θάνατο.
Η ικανότητα ενός παιδιού να κατανοεί τον θάνατο εξαρτάται από την ηλικία του. Τα παιδιά μέχρι 5-6 ετών δεν είναι σε θέση συνήθως να συλλάβουν την έννοια του αμετάκλητου χαρακτήρα του θανάτου (ότι το άτομο που πέθανε δεν θα επιστρέψει). Στα παιδιά αυτά, μπορούμε να εξηγήσουμε ότι ο θάνατος επέρχεται όταν το σώμα «σταματά να λειτουργεί». Ακόμα και μετά από όλες τις εξηγήσεις, ωστόσο, τα παιδιά αυτού του ηλικιακού φάσματος μπορεί να συνεχίσουν να πιστεύουν ότι ο άνθρωπος που πέθανε μπορεί να ξαναεμφανιστεί. Οι ενήλικες καλό είναι να αποφεύγουν ευφημισμούς, όπως ότι το άτομο που πέθανε «κοιμήθηκε», «έφυγε» ή «χάθηκε», γιατί τα μικρά παιδιά σκέφτονται με κυριολεκτικό τρόπο και οι φράσεις που λέγονται μπορεί να τους ενισχύσουν την ιδέα ότι το νεκρό πρόσωπο θα επιστρέψει, με καλούς ή και κακούς σκοπούς, γεγονός που τους δημιουργεί έντονο φόβο.
Τα παιδιά 6-10 ετών αρχίζουν να συλλαμβάνουν την έννοια του τελειωτικού και αμετάκλητου χαρακτήρα του θανάτου. Και σε αυτή την περίπτωση, χρειάζονται ειλικρινείς, κυριολεκτικές, απλές και ξεκάθαρες εξηγήσεις για το συμβάν.
Οι έφηβοι είναι πλέον σε θέση να αντιμετωπίζουν τον θάνατο με πιο ώριμο τρόπο και τα ερωτήματά τους αφορούν στην θνητότητα και στην ευαλωτότητα. Επίσης, οι έφηβοι έχουν την τάση να αναζητούν κάποιο φιλοσοφικό νόημα πίσω από τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου.
Σχετικά με το αν πρέπει ή όχι τα παιδιά να συμμετέχουν στην κηδεία και γενικότερα στις τελετουργίες του θανάτου ενός αγαπημένου προσώπου, ο σωστότερος τρόπος αντιμετώπισης είναι να δοθεί η ευκαιρία στο παιδί να αποφασίσει το ίδιο τι θέλει να κάνει, αφού πρώτα οι ενήλικες του εξηγήσουν τι περιλαμβάνουν αυτές οι τελετουργίες.
Πολλοί ενήλικες ανησυχούν και εκφράζουν την άποψη ότι δεν πρέπει τα παιδιά να γίνουν μάρτυρες του δικού τους θρήνου και ότι με αυτό τον τρόπο «τα προστατεύουν». Η αλήθεια είναι, όμως, ότι αυτή η συμπεριφορά δεν είναι καθόλου βοηθητική για το παιδί. Οι ενήλικες πρέπει να επιτρέπουν στα παιδιά να βιώσουν τον δικό τους πόνο, τα δάκρυα και την θλίψη τους. Με αυτό τον τρόπο, οι αντιδράσεις του παιδιού φυσιολογικοποιούνται μέσα στο μυαλό του και αισθάνεται ότι μπορεί αν έρθει πιο κοντά στον ενήλικα που θρηνεί και να μοιραστεί μαζί του και τα δικά του οδυνηρά συναισθήματα.
Φυσιολογικές αντιδράσεις πένθους
Μετά τον θάνατο ή την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, εμφανίζονται χαρακτηριστικές ψυχολογικές αντιδράσεις και σωματικές εκδηλώσεις:
1. Σωματικές εκδηλώσεις με μορφή κόπωσης. Οι εκδηλώσεις αυτές εμφανίζονται κατά κύματα, συνοδεύονται από αισθήματα «σφιξίματος» στο λαιμό, αναστεναγμούς, αδυναμία και ψυχικό πόνο.
2. Υπάρχει αναστολή της συνηθισμένης δραστηριότητας και του τρόπου ζωής.
3. Ενασχόληση με τη σκέψη του προσώπου που πέθανε, χαρακτηριστική συμπεριφορά αναζήτησης, που συνοδεύεται από κλάμα, θλίψη και άγχος.
4. Εκφράζονται συναισθήματα ενοχής («εγώ φταίω που πέθανε η γιαγιά»).
5. Συχνά εκφράζεται επιθετική διάθεση προς το πρόσωπο που πέθανε με μορφές θυμού ή διαμαρτυρίας, που συνοδεύονται από χαρακτηριστικές φράσεις, όπως «γιατί μου το έκανες αυτό».
Η ποιοτική και ποσοτική έκφραση των συναισθηματικών αντιδράσεων εξαρτάται από τα εξής:
1. Από τη φύση της σχέσης με το πρόσωπο που πέθανε.
2. Από την ύπαρξη επιθετικών συναισθημάτων. Όσο μεγαλύτερη ήταν η επιθετικότητα που ένιωθε το παιδί προς τον ενήλικα που χάθηκε, τόσο πιο έντονη θα είναι η ενοχή που αισθάνεται και οι εκδηλώσεις θρήνου.
3. Από την ηλικία του παιδιού που θρηνεί.
4. Από το αν η απώλεια ήταν ξαφνική ή συνέπεια μακροχρόνιας ασθένειας.
5. Από τις προηγούμενες εμπειρίες απώλειας του παιδιού και την διαχείριση της κατάστασης τότε.
Τα στάδια του φυσιολογικού θρήνου είναι τα παρακάτω:
- Στάδιο άρνησης, που συνήθως συνοδεύεται από σοκ. Το άτομο, εκτός από το γεγονός ότι αρνείται, έστω και παροδικά, την απώλεια, εμφανίζει ενοχή, απογοήτευση, θλίψη, εσωτερική σύγκρουση και περιοδικά ψυχικό πόνο. Το στάδιο αυτό διαρκεί από λεπτά μέχρι ώρες. Χρησιμεύει στην προστασία του ατόμου από το σοκ της απώλειας.
- Στάδιο «παζαρέματος», που αρχίζει όταν το άτομο που θρηνεί αναγνωρίζει σταδιακά τις συνέπειες της απώλειας. Εμφανίζεται η χαρακτηριστική συμπεριφορά της αναζήτησης. Συνυπάρχουν κλάμα, θυμός, διαμαρτυρία. Η περίοδος αυτή διαρκεί από ημέρες μέχρι μερικές εβδομάδες.
- Στάδιο προπαρασκευαστικής κατάθλιψης, κατά τη διάρκεια του οποίου η πραγματικότητα της απώλειας γίνεται περισσότερο σαφής για το πρόσωπο που θρηνεί, αφού η συμπεριφορά αναζήτησης και η διαμαρτυρία για την απώλεια δεν οδηγούν στο να ξαναβρεθεί το χαμένο πρόσωπο. Το άτομο εμφανίζει συμπτώματα καταθλιπτικής αντίδρασης (απάθεια, απόσυρση, αϋπνία, ανορεξία, ενοχή).
- Το στάδιο της παραδοχής, που συμπίπτει με το τέλος των ψυχολογικών διεργασιών του θρήνου. Το άτομο δέχεται την πραγματικότητα και τις συνέπειες της απώλειας.
Παρέχοντας βοήθεια στο παιδί
Καθώς ο ενήλικας προσπαθεί να βοηθήσει το παιδί να αντιμετωπίσει την απώλεια του αγαπημένου προσώπου, χρειάζεται να του παρέχει χώρο, χρόνο, κατανόηση και υπομονή. Τα παιδιά μπορεί να μην είναι σε θέση να εκφράσουν τον θρήνο τους με «ενήλικους» όρους. Ένα μικρό παιδί μπορεί να μην κλάψει ή να μην αντιδράσει καθόλου όταν του ανακοινώσουν ότι πέθανε ο γονιός του. Ένας έφηβος μπορεί να αντιδράσει έντονα, με πολύ θυμό. Ο ενήλικας πρέπει να είναι προετοιμασμένος για ποικίλες αντιδράσεις, που μπορεί να προσομοιάζουν φαινομενικά με αδιαφορία ή να είναι παράδοξες, αλλά πάντα υποκρύπτουν πόνο και δυσκολία στη διαχείριση της απώλειας του αγαπημένου προσώπου.
Είναι χρήσιμο να διευκολυνθούν τα παιδιά να μιλήσουν για τις αναμνήσεις τους για το πρόσωπο που χάθηκε. Επίσης, όπως προαναφέρθηκε, οι ενήλικες οφείλουν να εξηγήσουν στο παιδί με απλό και ειλικρινή τρόπο τι συνέβη, να διευκολύνουν το παιδί να θρηνήσει και να εκφράσει τα οποιαδήποτε συναισθήματά του, να εξασφαλίσουν κατά το δυνατόν σταθερότητα κάποιων γονεϊκών υποκατάστατων, σε συνδυασμό με μια σταθερότητα του φυσικού περιβάλλοντος του παιδιού (σπίτι, γειτονιά κ.λπ.).
Είναι αυτονόητο ότι η απώλεια ενός γονέα είναι μια πολύ επώδυνη και δύσκολη περιπέτεια, στην οποία καλείται να μπει ένα παιδί. Ο ρόλος των εμπλεκομένων ενηλίκων είναι η ευαίσθητη διαχείριση της κατάστασης, η διαρκής και παρηγορητική παρουσία τους κοντά στο παιδί και η από κοινού προσπάθεια να ξεπεραστούν τα οδυνηρά συναισθήματα και οι σημαντικές αλλαγές που επέρχονται στη ζωή της οικογένειας.