facebook babyzonegr youtube channel twitter βρείτε μας στο pinterest! linkedin

Αλλαγή Συμπεριφοράς: η νεότερη προσέγγιση στη λύση της παιδικής παχυσαρκίας

Αλλαγή Συμπεριφοράς: η νεότερη προσέγγιση στη λύση της παιδικής παχυσαρκίας

Αλλαγή Συμπεριφοράς: η νεότερη προσέγγιση στη λύση της παιδικής παχυσαρκίας

Το φαινόμενο της παχυσαρκίας στα παιδιά και τους εφήβους έχει πια αναδειχθεί σε μείζον θέμα υγείας σε παγκόσμιο επίπεδο. Η επιτυχής αντιμετώπισή του αποδεικνύεται πολύ δύσκολή και προκλητική υπόθεση. Παρόλα αυτά, είναι διεθνώς αποδεκτό ότι τα θεραπευτικά προγράμματα παιδικής παχυσαρκίας μπορούν να παρουσιάσουν μακροχρόνια θετικά αποτελέσματα, όταν η θεραπεία εστιάζει στις αλλαγές συμπεριφοράς και είναι βασισμένη στην οικογένεια.

Η μελέτη της συμπεριφοράς στην παιδική παχυσαρκία άρχισε να κερδίζει έδαφος, όταν διαπιστώθηκε ότι η δίαιτα με την παραδοσιακή της έννοια παρουσίαζε ένα βασικό κενό: δεν μπορούσε να εκπαιδεύσει το άτομο στις αλλαγές που του πρότεινε να κάνει. Η μελέτη της συμπεριφοράς δίνει την ελπίδα ότι το άτομο μπορεί να πετύχει μόνιμες αλλαγές, διότι στηρίζεται στην υπόθεση ότι η συμπεριφορά μαθαίνεται, δεν είναι έμφυτη. Οπότε, όπως το άτομο έμαθε την «προβληματική» συμπεριφορά, έτσι μπορεί να μάθει πιο «φυσιολογικές» συμπεριφορές. Ειδικά για τα παιδιά, η μελέτη της συμπεριφοράς ως μέσο αντιμετώπισης του υπερβάλλοντος βάρους, καταδεικνύεται ακόμα πιο σημαντική. Η παιδική ηλικία αποτελεί την περίοδο εγκατάστασης πολλών συνηθειών. Επειδή, όμως, οι συνήθειες δεν έχουν εδραιωθεί πλήρως, προσφέρει ίσως μεγαλύτερη ευκολία για αλλαγές και άρα περισσότερες πιθανότητες για επιτυχία.

Τι σημαίνει, όμως, πρακτικά ενσωμάτωση της συμπεριφοράς σε ένα πρόγραμμα που στόχο έχει τον έλεγχο του βάρους στα παιδιά; Ως προς τις διαιτητικές συνήθειες σημαίνει αρχικώς τη στροφή προς υγιεινότερο τρόπο διατροφής, ο οποίος μπορεί να προσαρμοστεί στην καθημερινότητα του παιδιού. Πολλές μορφές δίαιτας δεν εκπαιδεύουν το παιδί να αλλάξει συμπεριφορά, ενώ μπορεί να είναι ακόμα και επικίνδυνες. Μοντέλα δίαιτας που είναι χαμηλά σε θερμίδες (ενέργεια), στηρίζονται κυρίως σε ένα ή λίγα μόνο τρόφιμα, που απαγορεύουν την κατανάλωση κάποιων τροφίμων, ακόμα και ολόκληρης ομάδας τροφίμων, ή διαφημίζουν ως «μαγική» την κατανάλωση κάποιων άλλων, αποτελούν σήμα κινδύνου για το γονέα και το παιδί. Τέτοιες μορφές δίαιτας δεν καλύπτουν τις απαραίτητες ανάγκες σε ενέργεια, στερούν τον οργανισμό από θρεπτικά συστατικά και μπορεί να οδηγήσουν σε επιβράδυνση της ανάπτυξης του παιδιού.

Ακόμα, όμως, κι αν η δίαιτα είναι ισορροπημένη, το παιδί που την ακολουθεί φαίνεται πως εκτελεί τις οδηγίες της δίαιτας χωρίς να μαθαίνει και να μπορεί να υιοθετήσει τις νέες συνήθειες από μόνο του. Συνήθως, όταν σταματήσει να ακολουθεί τη δίαιτα, επιστρέφει στον προηγούμενο τρόπο διατροφής, σαν η δίαιτα να ήταν φάρμακο που η χορήγησή του είναι προσωρινή. Οι δίαιτες με την κλασσική έννοια προωθούν σε γενικές γραμμές την προσέγγιση «όλα ή τίποτα». Δηλαδή, το άτομο, για να ελέγξει το βάρος του, πρέπει να απαγορεύει στον εαυτό του κάποια τρόφιμα για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Ο τρόπος αυτός δεν είναι αποτελεσματικός ούτε ως προς τον έλεγχο του βάρους ούτε ως προς την εκπαίδευση σε υγιεινές συνήθειες διατροφής. Δημιουργεί την αίσθηση στο άτομο ότι οποιαδήποτε τροποποίηση «χαλάει τη δίαιτα». Ειδικά για τα παιδιά αυτό μπορεί να έχει σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις. Επειδή το παιδί είναι δύσκολο να συμμορφωθεί με τις οδηγίες, ο περιορισμός που επιβάλλει η δίαιτα μπορεί να οδηγήσει στα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Δηλαδή, το παιδί, μπορεί να οδηγηθεί σε υπερβολική κατανάλωση τροφής, εξαιτίας ίσως κάποιου ερεθίσματος, όπως η θέα ή η οσμή μιας λιχουδιάς ή η συναισθηματική πίεση. Τέτοιοι τρόποι προσέγγισης δεν έχουν τελικά αποτέλεσμα ούτε ως προς τον έλεγχο του βάρους, εφόσον τα άτομα που τους ακολουθούν φαίνεται να χάνουν και να παίρνουν βάρος κατ’ επανάληψη. Επιπλέον, οι πρακτικές αυτές κάνουν το παιδί να αντιμετωπίζει το φαγητό ως κάτι περισσότερο επιβλαβές, παρά ωφέλιμο, να θεωρεί ότι υπάρχουν καλά και κακά τρόφιμα, ενώ ο πλήρης περιορισμός καθιστά τα απαγορευμένα τρόφιμα ακόμη πιο ελκυστικά.

Συνεπώς, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στον τρόπο προσέγγισης, ειδικά επειδή τα παιδιά με υπερβάλλον βάρος βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν κάποια διαταραχή σε σχέση με το φαγητό. Η πιο ελεύθερη προσέγγιση του ελέγχου του βάρους βοηθά το παιδί να «αποφορτιστεί» από την πίεση της δίαιτας, καθώς δίνει σημασία στις σταδιακές αλλαγές. Όλα τα τρόφιμα είναι μέρος ενός ισορροπημένου διαιτολογίου, με διαφορετικές, όμως, ποσότητες και συχνότητες κατανάλωσης. Επιπλέον, τα θέματα που αφορούν στον έλεγχο του υπέρβαρου είναι πολλά και το παιδί είναι αδύνατο να τα χειριστεί όλα με τη μία. Η προσέγγιση της «μη-δίαιτας» επιτρέπει το χειρισμό ενός θέματος τη φορά, ώστε να ελέγχονται και οι συνθήκες που το επηρεάζουν.

Η παρέμβαση στις διαιτητικές συνήθειες θα πρέπει να γίνεται ταυτόχρονα με παρέμβαση στις συνήθειες φυσικής δραστηριότητας. Φαίνεται ότι η ενσωμάτωση καθημερινών δραστηριοτήτων (π.χ. περπάτημα, σκάλες, παιχνίδι, ποδήλατο, χορός) είναι πιο επιτυχής από την ενασχόληση με οργανωμένη άσκηση σε μακροχρόνιο επίπεδο. Αυτό σημαίνει ότι όταν το παιδί ασχολείται με δραστηριότητες που μπορεί εύκολα να προσαρμόσει στην καθημερινή του ζωή, έχει περισσότερες πιθανότητες να τις διατηρήσει. Στόχος, όμως, σχετικά με την αλλαγή των συνηθειών φυσικής δραστηριότητας θα πρέπει να είναι και η μείωση των καθιστικών δραστηριοτήτων, κυρίως της τηλεθέασης και της ενασχόλησης με ηλεκτρονικά παιχνίδια.

Στην προσπάθεια για έλεγχο του υπέρβαρου στα παιδιά απαραίτητη είναι η συμμετοχή των γονέων. Η επιρροή των γονέων στις διαιτητικές επιλογές των παιδιών τους είναι καλά διαπιστωμένη. Οι γονείς λειτουργούν ως πρότυπα, φροντίζουν την αγορά των τροφίμων, το μαγείρεμα, ελέγχουν τη διαθεσιμότητα των τροφίμων στο σπίτι και διαμορφώνουν το περιβάλλον στο οποίο τρώει το παιδί. Οι γονείς, λοιπόν, αλλά και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας που εμπλέκονται στη διατροφή του παιδιού, θα πρέπει να εκπαιδεύονται στο πώς θα συνεργαστούν και θα βοηθήσουν με τον καλύτερο τρόπο το παιδί, ενώ την ευθύνη των αποφάσεων μπορεί να έχει το ίδιο το παιδί.

Συμπερασματικά, η σύσταση για την αντιμετώπιση του υπερβάλλοντος βάρους στα παιδιά περιλαμβάνει την αλλαγή στη συμπεριφορά και τις συνήθειες. Η προσέγγιση «τρώω διαφορετικά, όχι απαραιτήτως λιγότερο» φαίνεται προς το παρόν η πιο υποσχόμενη μέθοδος. Απαραίτητο συμπλήρωμα σε αυτό τον τρόπο προσέγγισης της ρύθμισης βάρους είναι η αύξηση της φυσικής δραστηριότητας σε καθημερινή βάση, ενώ η υποστήριξη του παιδιού από το οικογενειακό και ευρύτερο περιβάλλον αποτελεί βασική συνιστώσα της επιτυχημένης προσπάθειας. Η προσπάθεια ελέγχου του βάρους είναι μια προσπάθεια αλλαγής τρόπου ζωής και όχι απλώς η εφαρμογή μαθηματικών υπολογισμών.

 

Γράφτηκε από: Ειρήνη ΜπαθρέλλουWebsite: http://www.nutridiet.gr/
MSc Κλινική Διαιτολόγος-Διατροφολόγος
Άλλες πληροφορίες
Δείτε το βιογραφικό εδώ
Άλλα άρθρα του συγγραφέα