Πολλοί γονείς θεωρούν ότι η τυπική διαδικασία του οφθαλμολογικού ελέγχου που επιβάλλει η Ελληνική Πολιτεία σύμφωνα με τις κοινοτικές οδηγίες είναι ουσιαστικά περιττή, γιατί το παιδί τους συμπεριφέρεται «φυσιολογικά» και μάλιστα είναι σίγουροι ότι-προφανώς- βλέπει καλά.
Μια πρόσφατη έρευνα στις ΗΠΑ κατέδειξε ότι οι γονείς στην μεγάλη τους πλειοψηφία (87%) δεν είναι ενημερωμένοι ότι 1 στα 3 παιδιά έχει κάποιο πρόβλημα όρασης. Μόνο η μυωπία σύμφωνα με την πιο πρόσφατη επιδημιολογική έρευνα του πανεπιστημίου της Κρήτης αφορά 1 στα 4 παιδιά στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (παιδιά γυμνασίου). Σε αρκετά μεγάλο ποσοστό (39%) επίσης δε γνωρίζουν ότι υπάρχει πιθανότητα τα προβλήματα συμπεριφοράς αλλά και οι μαθησιακές δυσκολίες να πηγάζουν από προβλήματα όρασης.
Πολλοί γονείς συγχέουν την οφθαλμολογική εξέταση της οπτικής οξύτητας σε προγράμματα προληπτικού σχολικού ελέγχου με τον ενδελεχή οφθαλμολογικό έλεγχο που γίνεται από εξειδικευμένο οφθαλμίατρο με χρήση ειδικού εξοπλισμού. Στην πρώτη περίπτωση ελέγχουμε την οπτική οξύτητα και μάλιστα σε μια μόνο συγκεκριμένη απόσταση. Η εξέταση αυτή πρέπει να γίνεται πάντα για κάθε οφθαλμό ξεχωριστά για την ανίχνευση προβλήματος όρασης στο ένα μόνο μάτι που αφορά τουλάχιστον 1 στα 20 φυσιολογικά παιδιά.
Στη δεύτερη περίπτωση ελέγχουμε στοχευμένα την οπτική οξύτητα για κοντά και μακριά του κάθε οφθαλμού, τη διαθλαστική δύναμη των οφθαλμών, την προσαρμογή, την στερεοσκοπική συνεργασία των οφθαλμών και τον βαθμό διόφθαλμης ταύτισης, την οφθαλμοκινητικότητα και συνεργασία των οφθαλμών κατά τις βλεμματικές κινήσεις (π.χ. έλεγχος σακκαδικών κινήσεων, επάρκεια σύγκλισης εγγύτητας), την περιφερική όραση και την χρωματική αντίληψη.
Ταυτόχρονα με ειδική εξέταση ελέγχουμε τα βλέφαρα, την οφθαλμική επιφάνεια, τη δακρυική συσκευή, τον κερατοειδή, τον πρόσθιο θάλαμο, την ίριδα και τον κρυσταλλοειδή φακό (βιομικροσκόπηση). Πολλές φορές, όταν χρειάζεται, χρησιμοποιώντας σταγόνες μεγαλώνουμε φαρμακευτικά την κόρη (μυδριατικά/ κυκλοπληγικά φάρμακα) και ελέγχουμε με διόφθαλμη έμμεση οφθαλμοσκόπηση το οπτικό νεύρο, την ωχρά κηλίδα, τα αγγεία και την περιφέρεια του νευροαμφιβληστροειδούς.
Με τον ενδελεχή οφθαλμολογικό έλεγχο ανακαλύπτουμε προβλήματα αστιγματισμού υπερμετρωπίας, αμβλυωπίας καθώς και στραβισμού/ διόφθαλμης συνεργασίας που είναι πολύ αμφίβολο αν θα μπορούσαν να ανιχνευθούν στον απλό σχολικό οφθαλμολογικό έλεγχο της οπτικής οξύτητας. Στις περιπτώσεις αυτές είτε συνταγογραφούμε γυαλιά οράσεως είτε προτείνουμε κλινική παρακολούθηση σε συχνότητα που εξατομικεύεται ανάλογα με το παιδί. Εάν ο οφθαλμολογικός έλεγχος είναι φυσιολογικός, τότε προτείνουμε επανέλεγχο σε δύο έτη.
Η επάρκεια της όρασης στην σχολική τάξη θεωρείται δεδομένη. Όλη η ακαδημαϊκή ανέλιξη του παιδιού στηρίζεται πρωτίστως σε οπτικές πληροφορίες, πολλές φορές εξαιρετικά δυσνόητες που το παιδί καλείται ν’ αποκωδικοποιήσει μέσα από τα ορνιθοσκαλισμάτα του δασκάλου στον πίνακα νοηματικές έννοιες που δεν έχουν καμία λογική. Η κακή όραση στην διαδικασία αυτή είναι πολύ εύκολο να εξισωθεί με «μαθησιακή δυσκολία». Στην περίπτωση αυτή, όταν οι γλωσσικές βάσεις είναι ελλιπείς (λόγω περιορισμένης όρασης), κάθε γλωσσική και λεκτική ανεπάρκεια πολλαπλασιάζεται και το μέλλον του παιδιού ως «αδύναμου μαθητή» είναι πολύ πιθανό.
Η καθυστέρηση της σωστής οφθαλμολογικής διάγνωσης, μπορεί δυνητικά να έχει δραματικές συνέπειες στην αποκατάσταση της όρασης του οφθαλμού. Ο προληπτικός έλεγχος των οφθαλμών κάθε μικρού μαθητή δεν είναι μόνο μια τυπική διαδικασία, είναι ουσιαστική και πρέπει να γίνεται πάντα με μεγάλη σχολαστικότητα.