Η χρήση γλυκαντικών ουσιών που χαρακτηρίζονται ως «γενικά αναγνωρισμένες ως ασφαλείς» (Generally Recognized as Safe) είναι αποδεκτή κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης [79]. Οι έγκυες πρέπει να μετριάζουν τη χρήση της σακχαρίνης, επειδή διαπερνά τον πλακούντα και μπορεί να παραμείνει στους ιστούς του εμβρύου.
Από μελέτες που διενεργήθηκαν σε ζώα εξακριβώθηκε η ασφάλεια της κατανάλωσης ακετοσουλφαμικού καλίου κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Η πρόσληψη ασπαρτάμης εντός των συνιστώμενων ορίων από τον Οργανισμό Ελέγχου Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (Food and Drug Administration) φαίνεται να είναι, επίσης, ασφαλής κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, μολονότι οι γυναίκες με φαινυλκετονουρία πρέπει να είναι προσεκτικές με τη συγκεκριμένη γλυκαντική ουσία, διότι πρέπει να ελέγχουν με προσοχή την πρόσληψη φαινυλαλανίνης.
Παραμένουν ακόμη ορισμένα ερωτηματικά σχετικά με την ασφάλεια της κατανάλωσης μεγάλων ποσοτήτων από τρόφιμα πλούσια σε νιτρώδη, νιτρικά ή νιτροζαμίνες, όπως τα αλλαντικά. Από μια μελέτη ασθενών-μαρτύρων δεν διαπιστώθηκε αυξημένος κίνδυνος εγκεφαλικών όγκων στα παιδιά, που να σχετίζεται με πρόσληψη νιτρωδών, νιτρικών και νιτροζαμινών από τη μητέρα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης [80]. Ωστόσο, μερικές επιδημιολογικές μελέτες έδειξαν ότι η έκθεση της εγκύου κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του νεογνού σε νιτροζαμίνες ενδέχεται να συνδέεται με καταστροφή των β-κυττάρων του παγκρέατος, καθώς και με αυξημένα ποσοστά εμφάνισης διαβήτη τύπου 1 στο παιδί. Για να αποδειχθεί, όμως, κάτι τέτοιο χρειάζονται περισσότερες μελέτες [81]. Έως ότου υπάρξουν περισσότερα ερευνητικά στοιχεία, οι έγκυες μπορούν να συνεχίσουν να καταναλώνουν μέτριες ποσότητες αλλαντικών και άλλων τροφίμων πλούσιων σε νιτροζαμίνες. Η χρήση ενός άλλου συνηθισμένου πρόσθετου, του γλουταμινικού μονονατρίου, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, δεν θεωρείται ότι συνιστά κίνδυνο για τη μητέρα ή το παιδί [82].