Ο ίδιος ο Bowlby, που έχει μελετήσει τις σχέσεις μητέρας παιδιού, έκανε την παρατήρηση ότι ο ρόλος του πατέρα, συχνά έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Βλέπει το ρόλο του πατέρα, σαν κάτι που η αξία του καθορίζεται μόνο, από την οικονομική και συναισθηματική υποστήριξη προς την μητέρα.
Με άλλα λόγια υποστηρίζεται, ότι ρόλος του αποτελείται από μια σειρά κοινωνικών υποχρεώσεων, χωρίς να υπάρχουν τα αντίστοιχα «πατρικά ένστικτα». Στην ουσία ο πατέρας, είναι το τρίτο σημαντικό πρόσωπο, που μπορεί να επηρεάσει θετικά τη σχέση μητέρας - παιδιού. Θα πρέπει δηλαδή να είναι το πρόσωπο που θα «κόψει» τον ομφάλιο λώρο που συνδέει την μητέρα με το παιδί.
Ο γονέας που «νοιάζεται» για το παιδί του, και που το βοηθάει με ευγενικό και ήρεμο τρόπο, έχει περισσότερες πιθανότητες να το δει να μεγαλώνει, ανεξαρτητοποιημένο, αποκτώντας αυτάρκεια. Θα πρέπει να μη το καταπιέζει, ούτε να του παρέχει τα πάντα έτοιμα, διότι παρεμβαίνοντας, συχνά εμποδίζει την ανάπτυξη των ικανοτήτων του παιδιού, και σε μεγάλο βαθμό της αυτάρκειάς του. Το παιδί γίνεται ανεξάρτητο, μόνο όταν μάθει, ότι μπορεί να βασίζεται στην αποδοχή, στην επιδοκιμασία, και στην υποστήριξη των γονέων του. Κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του βρέφους, μια ισχυρή προσκόλληση στην μητέρα φαίνεται ότι του παρέχει μια βάση για να κατανοήσει την μετέπειτα ζωή του σαν ξεχωριστή οντότητα. Έτσι, τα παιδιά που έχουν την τάση για προσκόλληση προς τη μητέρα στην ηλικία των 12 έως 18 μηνών, όταν μεγαλώσουν θα γίνουν παιδιά που θα μπορούν να αποχωριστούν τους γονείς τους χωρίς αναστάτωση, για μικρά χρονικά διαστήματα.
Σήμερα υπάρχει η τάση, να υποτιμάται ο ρόλος της μητέρας, εφόσον οι περισσότερες μητέρες εργάζονται έξω από το σπίτι για διάφορους λόγους. Τα ερεθίσματα που παίρνει το παιδί, από το γύρω περιβάλλον του συμβάλλουν στην αναγνώριση και την επιβεβαίωση του εαυτού του. Έτσι η υποστήριξη του παιδιού, δε συνδέεται με την ικανοποίησή των πρωταρχικών αναγκών, δηλαδή δεν ενδιαφέρεται μόνο για την ευχαρίστηση και την αναζήτηση, που συνδέονται κυρίως με το φαγητό, τη ζεστασιά και την καθαριότητα. Μέσα από τη διαδικασία της συνεχιζόμενης μάθησης, συνδέει αυτά τα συναισθήματα με τη μητέρα του.
Επίσης το βρέφος από την φύση του, ενδιαφέρεται αποκλειστικά για τον εαυτό του. Αρχίζει να ενδιαφέρεται για τα άλλα πρόσωπα, στο τέλος μιας ακαθόριστης περιόδου.
Από την άλλη μεριά, δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για την ανθρώπινη προσωπικότητα όταν αγνοούμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αναπτύσσεται.
Είναι σίγουρο τώρα πια, ότι το βρέφος είναι από την αρχή βιολογικά εξοπλισμένο, για κοινωνική επικοινωνία, και σχέσεις αντικειμένου. Δεν θεωρείται πια, ο παθητικός δέκτης των επιδράσεων του περιβάλλοντος. Συγχρόνως όμως, οι επιπτώσεις των πρώιμων περιβαλλοντικών επιδράσεων, στις οποίες εκτίθεται έχουν τεράστια σημασία.
Η αγάπη ανάμεσα, στον γονιό και το παιδί, θεωρείται συνήθως σαν η πιο αγνή μορφή αγάπης. Η μητρική αγάπη, αποτελεί την ουσία της συμπάθειας, της κατανόησης και της ανιδιοτελούς αφοσίωσης. Ωστόσο, το παιδί, μπορεί να «πνιγεί» από την υπερβολική αγάπη, να παρεμποδιστεί η ανάπτυξη του και άλλα.
Η αληθινή μητέρα υποτάσσει, τις προσωπικές της επιθυμίες, στις ανάγκες του παιδιού της. Αλλά μερικοί γονείς, παρακινούμενοι, από μια κυρίαρχη, και «εγωιστική» αγάπη, παραβλέπουν τις πραγματικές ανάγκες του παιδιού τους. Το ενοχλούν στον ύπνο του, το επιδεικνύουν, χωρίς να το θέλουν μέσα στην αγάπη τους το κακομεταχειρίζονται, άλλα αντίθετα το κακομαθαίνουν κιόλας, διότι μέσα στην αγάπη τους, το καθιστούν είδωλο τους υποκύπτοντας σε όλες τις ιδιοτροπίες του.
Είναι σημαντικό λοιπόν, στην ανάπτυξη της οικογένειας, οι γονείς να παρατηρούν το παιδί τους, αλλά να γίνονται και παρατηρητές του εαυτού τους. Να παρατηρούν πότε έχουν απορίες, πότε χρειάζονται βοήθεια, και να αναζητούν λύσεις στην βοήθεια, και τις γνώσεις του οικογενειακού γιατρού, του παιδιάτρου ή κάποιου παιδοψυχολόγου.