Το 2005-2006 το 16,5% των εγκύων δήλωσε πως κάπνιζε τον προηγούμενο μήνα σε σύγκριση με το 29,5% των μη εγκύων γυναικών [88].
Το μονοξείδιο του άνθρακα και η νικοτίνη από το κάπνισμα αυξάνουν τα επίπεδα της καρβοξυαιμοσφαιρίνης στο έμβρυο και μειώνουν τη ροή του αίματος στον πλακούντα, περιορίζοντας έτσι την παροχή οξυγόνου στο έμβρυο.
Το κάπνισμα κατά την εγκυμοσύνη μειώνει το βάρος γέννησης 200 g κατά μέσο όρο και ενδέχεται να αυξάνει τον κίνδυνο πρόωρου τοκετού και περιγεννητικής θνησιμότητας [1, 98, 99].
Οι αρνητικές συνέπειες του καπνίσματος στην ανάπτυξη του εμβρύου δεν μπορούν να μετριαστούν μόνο με την αύξηση της ενεργειακής πρόσληψης [100]. Η παθητική έκθεση στον καπνό μπορεί, επίσης, να μειώσει την ανάπτυξη του βρέφους [101]. Το κάπνισμα κατά την εγκυμοσύνη σχετίζεται και με άλλες μακροπρόθεσμες αρνητικές συνέπειες, όπως η νοητική καθυστέρηση ή ο εθισμός του εμβρύου στη νικοτίνη [102].
Επειδή το κάπνισμα μπορεί να περιορίσει την ανάπτυξη του εμβρύου ακόμη και στις γυναίκες που σταματούν το κάπνισμα στα πρώτα στάδια της εγκυμοσύνης, η παροχή συμβουλών και στήριξης για τη διακοπή του καπνίσματος πρέπει να ξεκινά πριν από τη σύλληψη [103].