“Με απασχολεί η σκέψη ότι θα έπρεπε να είχα προσπαθήσει για ένα μωρό νωρίτερα.”
“Προσπαθούμε χρόνια για ένα μωρό. Πώς θα ξέρουμε ότι ήρθε η ώρα να τα παρατήσουμε;”
“Νιώθω ανήμπορη. Δεν μπορώ να αντιμετωπίσω άλλα βαφτίσια.”
“Πώς μπορούμε να αναλάβουμε κι άλλες οικονομικές επιβαρύνσεις για τις θεραπείες της υπογονιμότητας;”
Αν κάποια από τις παραπάνω εκφράσεις ανταποκρίνεται στις σκέψεις σας, σας παρακαλώ να μην απελπίζεστε. Ξέρω ότι το μόνο πράγμα που θα θέλατε να ακούσετε είναι ότι είστε έγκυος και ότι ο μόνος τρόπος για να πιστέψετε ότι όλα πήγαν καλά θα είναι να κρατήσετε στα χέρια σας το υγιές μωρό σας. Ωστόσο τίποτα δεν το εγγυάται αυτό, γιατί κανείς δεν μπορεί να ελέγξει το αποτέλεσμα μιας θεραπείας υπογονιμότητας.
Illustration by Sandra Dionisi. Published on UCObserver.orgΖούμε σε έναν πολιτισμό ισχυρά προσανατολισμένο στην οικογένεια. Σαν μικρά κορίτσια παίζαμε τον ρόλο της μητέρας, φροντίζοντας την κούκλα σαν το μωρό μας. Μαθαίνουμε και διδασκόμαστε ότι σαν θηλυκά ο βιολογικός μας προσαντολισμός είναι να αναθρέψουμε παιδιά. Ο κοινωνικός μας περίγυρός μας έχει εμμονή με την ιδέα του μωρού: δεκάδες σχετικές διαφημίσεις, από αντισηπτικό πλύσιμο έως και κατάλληλη μπογιά τοίχου... σε ένα κατάλογο χωρίς τέλος.
Αλλά πού θα στραφούμε όταν το σώμα μας απλά δεν συνεργεί στην δημιουργία μιας ανθρώπινης ζωής; Πώς θα αντιμετωπίσουμε το γεγονός ότι οι υπόλοιπες κοντινές μας γυναίκες φαίνονται να μένουν έγκυοι με ευκολία και μεγάλη συχνότητα; Πώς θα αντιμετωπίσουμε τις παρατηρήσεις των οικείων μας ότι δεν είμαστε έγκυες μετά από 3 χρόνια γάμου; Πώς μπορούμε να παρακολουθήσουμε κι άλλη βάπτιση ή άλλη ανακοίνωση εγκυμοσύνης; Πώς μπορούμε να επικοινωνήσουμε με τον σύντροφό μας, σαν ζευγάρι, σχετικά με τις επιλογές που έχουμε; Πότε θα αποφασίσουμε ότι ήρθε η ώρα να εγκαταλείψουμε τις προσπάθειες μας;
Υποφέρουμε σιωπηλά. Ντρεπόμαστε, νοιώθουμε ενοχές, ανεπαρκείς γιατί αποτυγχάνει το σώμα μας σε κάτι τόσο φυσικό. Τα περισσότερα ζευγάρια δεν λένε ακόμη και στις οικογένειές τους ότι αντιμετωπίζουν υπογονιμότητα (81,3% των υπογόνιμων συμμετεχόντων σε σχετική έρευνα, δήλωσε πως τα αρνητικά σχόλια για τη στειρότητά τους από μέλη της οικογένειας ήταν η κύρια αιτία της κατάθλιψής τους) [1] και έτσι βαθαίνουν τον αυτο-στιγματισμό τους. Πρόκειται για μία συναισθηματικά επώδυνη και ‘σιωπηλή’ σωματική αναπηρία.
Η υπογονιμότητα, που χαρακτηρίζεται σαν η αδυναμία σύλληψης μετά από δώδεκα μήνες σεξουαλικής επαφής χωρίς προφύλαξη, διαπερνά όλα τα πολιτιστικά σύνορα και όλες τις κοινωνίες [2].
Το 10-15% των ζευγαριών σε όλον τον κόσμο αντιμετωπίζει προβλήματα υπογονιμότητας [3], με ένα επιπλέον 20% να αντιμετωπίζει αναίτια υπογονιμότητα [4].
Η δευτεροβάθμια στειρότητα είναι η ανικανότητα των ζευγαριών να έχουν μια δεύτερη επιτυχή εγκυμοσύνη μετά από προηγούμενη επιρυχή [5] και, ανεξάρτητα από το ποιός είναι υπαίτιος (οι περισσότερες μελέτες δείχνουν ότι τόσο ο άνδρας όσο και η γυναίκα έχουν το ίδιο στατιστικό μερίδιο ευθύνης), το ψυχολογικό στρες επηρεάζει και τους δύο [6].
Στην Ελλάδα, 1 στα 6 ζευγάρια είναι υπογόνιμα.
Μερικοί λένε μεταξύ 250-300,000 ζευγάρια αγωνίζονται να συλλάβουν. Σύμφωνα με την Eurostat, η Ελλάδα έχει το δεύτερο χαμηλότερο επίπεδο ποσοστών γεννήσεων στην ΕΕ, με 1.30, μετά την Πορτογαλία [7]. Ενώ τα περισσότερα ζευγάρια γεννούν μόνο ένα παιδί, και οι γυναίκες έχουν το πρώτο τους μωρό μετά τα 30. Αυτό, η προσπάθεια να ξεκινήσει μια οικογένεια μετά τα 30, είναι αρκετά κοινό στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες.
Η πλειοψηφία των γυναικών αναβάλλει την δημιουργία οικογένειας, προτιμώντας να επικεντρωθεί στις επαγγελματικές της δεσμεύσεις ή στην σταδιοδρομία τους. Δυστυχώς ο φεμινισμός και η γονιμότητα δεν πάνε χέρι-χέρι. Και λέμε δυστυχώς, διότι η γονιμότητα δεν είναι κάτι δεδομένο, ή κάτι που θα είναι πάντα εκεί.
Το να μείνει έγκυος μια γυναίκα στην αναπαραγωγική ηλικία, δηλαδή μεταξύ 20-39 ετών, δεν είναι πάντα κάτι εύκολο. Για τις γυναίκες μεταξύ των ηλικιών 24-29, που προσπαθούν να συλλάβουν, περίπου το 25-35% των κυήσεων είναι επιτυχείς [8]. Και αυτό για τις γυναίκες που ΔΕΝ έχουν προβλήματα γονιμότητας. Καθώς, όμως, η γυναίκα μεγαλώνει η γονιμότητα μειώνεται. Για τις γυναίκες άνω των 35 οι πιθανότητες να μείνουν έγκυοι είναι περαιτέρω μειωμένες, ενώ για όσες είναι άνω των 43 οι πιθανότητες είναι ελάχιστες. Για τις υπογόνιμες γυναίκες κάτω από τα 39, που χρησιμοποιούν τα δικά τους ωάρια σε IVF, το 86% των κύκλων εξωσωματικής γονιμοποίησης αποτυχάνει να καταλήξει σε μια ζωντανή γέννηση.
Με ένα λόγο, το να μείνει μία γυναίκα έγκυος, με ή χωρίς προβλήματα γονιμότητας, δεν είναι κάτι εύκολο.
Η ψυχολογία μας παίζει σημαντικό ρόλο στη γονιμότητα μας και στο πώς θα την αντιμετωπίσουμε.
Γνωρίζουμε ότι ορισμένες ορμόνες πρέπει να παραμείνουν ισορροπημένες, ώστε το γυναικείο αναπαραγωγικό σύστημα να λειτουργήσει άριστα. Όπως, επίσης, τα αυξημένα επίπεδα των ορμονών του στρες μπορεί να επηρεάσουν την χρονική στιγμή της ωορρηξίας, να συντομεύσουν την ωχρινική φάση, να μειώσουν την πιθανότητα εμφύτευσης, ή να οδηγήσουν και σε αποβολή [9]. Μελέτες έχουν δείξει ότι οι άνδρες που έχουν την υπαιτιότητα της υπογονιμότητας στην σχέση τους, νιώθουν υπόλογοι για το πρόβλημα και αυτό έχει αρνητικές συνέπειες στην σεξουαλικότητά τους και στα συναισθήματα [10]. Η διαδικασία του σεξ γίνεται μηχανική και στρεσογόνα, συμβάλλοντας περαιτέρω στο άγχος που ήδη βιώνει το ζευγάρι.
Άγχος, στρες και κατάθλιψη σχετίζονται με την υπογονιμότητα. Στην πραγματικότητα, η βαριά κατάθλιψη συνδέεται με χρόνιες θεραπείες γονιμότητας, όπως στις περιπτώσεις αρνητικής αυτοκριτικής και υψηλών εξωτερικών και εσωτερικών επίπεδών ντροπής, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις φαρμακευτικής θεραπευτικής αγωγής [11]. Και οι άνδρες βιώνουν την κατάθλιψη, αλλά προτιμούν να αποσύρονται παρά να μιλήσουν γι’ αυτήν, αντίθετα με τις γυναίκες [12].
Όσοι δυσκολεύονται ή αδυνατούν να συλλάβουν, αισθάνονται στιγματισμένοι, καθώς έχουν την αίσθηση ότι κρίνονται από την κοινωνία. Στην πραγματικότητα, καταλήγουν να αυτο-στιγματίζονται και να νιώθουν ανίκανοι και αποτυχημένοι να συμμορφωθούν με τον βασικό κοινωνικό ρόλο του γονιού. Στις γυναίκες αναπτύσσονταν αισθήματα ενοχής, ντροπής, ανεπάρκειας και ακαταλληλότητας. Οι άγονοι άνδρες, αντίστοιχα, εκδηλώνουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και εντονότερα συναισθήματα στίγματος και απώλειας, συγκριτικά με άνδρες άλλων υπογόνιμων ζευγαριών οι οποίοι δεν είναι υπαίτιοι του προβλήματος [13].
Σε αυτήν τη δύσκολη περίοδο ζευγάρια που βρίσκονται αντιμέτωπα με την υπογονιμότητα μπορούν να κάνουν τα εξής:
- Στις προσπάθειες τους για την απόκτηση μωρού, να επικεντρωθούν στην αμοιβαία τους αγάπη και όχι στην ιατρική τεχνολογία.
- Να δημιουργήσουν έναν χώρο όπου δεν θα υπάρχει συζήτηση για την υπογονιμότητα.
- Η μάχη της υπογονιμότητας θέλει υπομονή: υπομονή για την περίοδο, υπομονή για τα αποτελέσματα των εξετάσεων, υπομονή για την συναισθηματική και σωματική θεραπεία, υπομονή για έναν δότη, υπομονή για την αύξηση hCG για την σπερματέγχυση, υπομονή περιμένοντας την γονιμοποίηση σε ένα τρυβλίο Petri και, τελικά, υπομονή για τις δύο εβδομάδες αναμονής μέχρι να βεβαιωθεί η εγκυμοσύνη. Να έχουν υπομονή μεταξύ τους και με την διαδικασία.
- Μπορεί ο υπαίτιος να είναι ένας από τους δύο, αλλά στην σχέση, και στην προσπάθεια να αποκτήσουν μωρό, είναι μαζί. Γι' αυτό να μην πιέζουν ο ένας τον άλλον.
- Η επικοινωνία είναι ο βράχος κάθε σχέσης. Να προσπαθήσουν να είναι ειλικρινής μεταξύ τους και να ακούν ο ένας τον άλλον με ανοιχτή καρδιά. Να συνοδεύσουν τα λόγια τους με μία ζεστή αγκαλιά ή ένα τρυφερό χάδι.
Πρέπει να προσπαθήσουμε περισσότερο ώστε να αυξηθεί η ευαισθητοποίηση σχετικά με το πρόβλημα της υπογονιμότητας και να αρχίσουν να μιλούν γι’ αυτήν οι άνθρωποι χωρίς αισθήματα ντροπής.
Κι αν ο πολιτισμός μας δεν φημίζεται για την διακριτικότητά του, ωστόσο είναι κάποια πράγματα που μπορούμε να αποφύγουμε να πούμε σε ένα ζευγάρι που αντιμετωπίζει δυσκολίες στη σύλληψη:
- ΔΕΝ ρωτάμε πότε πρόκειται να αποκτήσουν παιδιά. Αυτό είναι αδιάκριτο και πιεστικό προς το ζευγάρι που δεν έχει ακόμη επιτύχει εγκυμοσύνη — οι ερωτήσεις αυτού του είδους θα πρέπει αυστηρά να αποφεύγονται.
- ΔΕΝ δίνουμε συμβουλές — εκτός και αν μας ζητηθούν. Αυτό σημαίνει ότι όλες οι αυτόκλητες συμβουλές σχετικά με την σύλληψη, την διάγνωση της υπογονιμότητας, την άσκηση, την διατροφή, το βάρος, τις συνήθειες και τον τρόπο ζωής, καθώς και την έναρξη, συνέχιση ή την διακοπή της θεραπείας γονιμότητας, θα πρέπει να αποφεύγονται. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τι έχουν ήδη αντιμετωπίσει, καθώς τα περισσότερα ζευγάρια τηρούν μυστικότητα σχετικά με τα θέματα της υπογονιμότητάς τους.
- ΔΕΝ λέμε ποτέ: "Απλά να χαλαρώσετε. Αν είναι γραφτό να γίνει αυτό, θα συμβεί." Αυτές είναι δύο από τις πιο κοινές αναίσθητες φράσεις που αντιμετωπίζουν τα άτομα με υπογονιμότητα, αλλά και από τις πιο επώδυνες. Το να πούμε σε κάποιον, που αντιμετωπίζει ένα τόσο σοβαρό πρόβλημα, να χαλαρώσει, ακούγεται περιφρονητικό, επικριτικό και απορριπτικό. Επίσης, ισοπεδώνετε ψυχικά όποιος λαχταρά ένα παιδί όταν υπονοήσετε ότι πιθανόν δεν του “είναι γραφτό” να γίνει γονιός.
- ΔΕΝ διαμαρτυρόμαστε για την δική μας εγκυμοσύνη ή τα παιδιά μας. Υπογόνιμα ζευγάρια περιμένουν τη στιγμή που θα είναι σε θέση να βιώσουν την πρωινή ναυτία, οσφυαλγία ή να καθαρίσουν το χάος που έκανε το μωρό τους κι όχι να ακούν άλλους που είχαν αυτήν τη τύχη να γκρινιάζουν για κάτι που οι ίδιοι στερούνται.
Αντίθετα, αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι:
- Να ακούμε χωρίς να δίνουμε συμβουλές.
- Να αποφεύγουμε να μιλάμε για πράγματα που επικεντρώνονται σε παιδιά ή εγκυμοσύνες μπροστά σε ζευγάρια που αντιμετωπίζουν τέτοιο πρόβλημα. Σκεφτείτε πως εσείς θα αισθανόσασταν εάν είχατε διαγνωστεί υπογόνιμη, τι θα σήμαινε αυτό για εσάς, και επιλέξετε τις λέξεις σας προσεκτικά.