Η αλλεργική ρινίτιδα είναι μία πολύ συνηθισμένη πάθηση, καθώς αφορά στο 1/4 του πληθυσμού. Η αιτία της είναι η υπεραντίδραση του οργανισμού σε κάποιες ουσίες, με συνήθεις «υπαίτιους» ορισμένα φυτά. Πόσο αλήθεια, όμως, είναι ότι το πρόβλημα εμφανίζεται μόνο την άνοιξη και πώς μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε;
Η αλλεργική ρινίτιδα είναι ένα από τα πιο συχνά χρόνια νοσήματα. Πρόκειται για το αποτέλεσμα της ευαισθητοποίησης του οργανισμού σε ουσίες που αποκαλούνται αεροαλλεργιογόνα. Η αλλεργική ρινίτιδα μπορεί να είναι εποχική (δηλαδή μόνο την άνοιξη), ολοετής ή ολοετής με εποχική επιδείνωση. Η εποχική, επίσης, μέσω ρινικής υπεραντιδραστικότητας ή κεκτημένης αποκοκκίωσης σιτευτικών κυττάρων (priming effect) μπορεί σταδιακά να επεκταθεί σε όλο το έτος. Η αλλεργική ρινίτιδα αφορά στο 25% του γενικού πληθυσμού. Μπορεί να είναι επίμονη (περισσότερο από τέσσερις ημέρες την εβδομάδα, περισσότερο από τέσσερις ώρες την ημέρα) ή διαλείπουσα. Επίσης, μπορεί να είναι ήπια ή σοβαρή, όταν προκαλεί διαταραχές στις φυσικές δραστηριότητες, στον ύπνο ή στην εργασία.
Γιατί συμβαίνει
Είναι η κλινική έκφραση μιας υπερβολικής και λανθασμένης εκτίμησης του ανοσοποιητικού συστήματος έναντι «αβλαβών» ουσιών που αναγνωρίζονται ως παράσιτα, με αποτέλεσμα την παραγωγή αντισωμάτων IgE, τα οποία επικάθονται στην επιφάνεια των σιτευτικών κυττάρων (βασεόφιλων των ιστών). Όσο εξελίσσεται αυτό το φαινόμενο, ο ασθενής δεν εκδηλώνει συμπτώματα (φάση ευαισθητοποίησης). Σε κάποιο σημείο ο ασθενής μεταπίπτει από τη φάση της ατοπίας σε αυτήν της αλλεργίας, με αποτέλεσμα τα αλλεργιογόνα τα οποία εισπνέει να οδηγούν πλέον, μέσω των επιτόπων που αποκαλύπτουν, στη γεφύρωση των αντισωμάτων και στην αποκοκκίωση των σιτευτικών κυττάρων. Τότε εκδηλώνει πλέον συμπτώματα (εκτελεστική φάση).
Η αποκοκκίωση οδηγεί στην απελευθέρωση προσχηματισθέντων (ισταμίνη, τρυπτάση) και νεοσχηματισθέντων (προσταγλανδίνες, λευκοτριένια) μεσολαβητών που έχουν ως όργανα-στόχους τους βλενογόννους της ρινός, των επιπεφυκότων και των αεραγωγών (βρόγχων). Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η αλλεργική ρινίτιδα αφενός πολύ συχνά συνοδεύεται από επιπεφυκίτιδα και αφετέρου εξελίσσεται σε άσθμα.
Τα συχνότερα αεροαλλεργιογόνα είναι τα αγρωστώδη (πάνω από 600 είδη στον ελλαδικό χώρο), η παριετάρια (περδικάκι), η ελιά, τα ακάρεα της οικιακής σκόνης, οι μύκητες Alternaria, Cladosporium, τα επιθήλια της γάτας και του σκύλου (ολοετή). Λιγότερο συχνά είναι το χηνοπόδιο, το κυπαρίσσι, το πεντάνευρο, η αρτεμισία και το πεύκο.
Τα συμπτώματα και η διάγνωση
Τα συμπτώματα της αλλεργικής ρινίτιδας είναι η καταρροή, η συμφόρηση, οι πταρμοί, ο κνησμός στη ρίνα, στη μαλθακή υπερώα. Οι επιπεφυκότες εμφανίζουν δακρύρροια, κνησμό, ερυθρότητα. Το 30% των ασθενών με αλλεργική ρινίτιδα θα εμφανίσει άσθμα. Αυτό θα είναι αρχικά επίσης εποχικό ή διαλείπον, όμως είναι πιθανό έπειτα από κάποιο χρονικό διάστημα να εξελιχθεί σε ολοετές και επίμονο. Τα κυριότερα συμπτώματα του άσθματος είναι ο βήχας, η δύσπνοια, το βάρος στο στήθος και ο συριγμός. Ο ασθενής με άσθμα εμφανίζει νυκτερινές αφυπνίσεις, ενώ πριν εδραιωθεί μια τέτοια κλινική εικόνα παρουσιάζει πιθανώς βρογχική υπεραπαντητικότητα, η οποία εκδηλώνεται ως βήχας στην παρατεταμένη ομιλία, στο γέλιο, στις φωνές, στην εισπνοή ψυχρού αέρα, έπειτα από κοινό κρυολόγημα.
Η διάγνωση της αλλεργικής ρινίτιδας γίνεται με βάση το ιστορικό, την αντικειμενική εξέταση (ρινοσκόπηση) και τη διενέργεια δερματικών δοκιμασιών διά νυγμού (skin prick tests) με ειδικά διαμορφωμένα εκχυλίσματα που περιέχουν τα υπεύθυνα αλλεργιογόνα. Οι δερματικές δοκιμασίες διά νυγμού είναι απολύτως ασφαλείς, ανώδυνες και αξιόπιστες.
Πολλές φορές τα tests πρέπει να υποστηριχθούν από ανίχνευση ειδικής έναντι των υπεύθυνων αλλεργιογόνων IgE μέσω εξέτασης αίματος. Ο συνδυασμός του ιστορικού του ασθενούς με τις εξετάσεις οδηγεί στη διάγνωση. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτεί το θέμα της υποκλινικής ευαισθησίας. Δε σημαίνει ότι όταν ο ασθενής είναι θετικός στις εξετάσεις του αίματος ή στα skin prick tests είναι αυτομάτως και αλλεργικός σε αυτά. Είναι απαραίτητη η κλινική συσχέτιση των αποτελεσμάτων με τα συμπτώματα.
Η αντιμετώπιση
Ο τρόπος αντιμετώπισης της αλλεργίας βασίζεται στο τρίπτυχο «αποφυγή, φαρμακευτική θεραπεία, ανοσοθεραπεία». Η αποφυγή είναι θεραπευτικό όπλο μόνο στα αλλεργιογόνα που προέρχονται από επιθήλια ζώων και ημίμετρο στην αντιμετώπιση της αλλεργίας των ακάρεων. Όσον αφορά στην αντιμετώπιση των γύρεων, η αποφυγή είναι ουτοπική.
Η φαρμακοθεραπεία γίνεται μέσω της αντιισταμινικής αγωγής, των ρινικών στεροειδών και των αντιλευκοτριενίων. Τα εν λόγω σκευάσματα είναι απολύτως ασφαλή, αλλά δεν τροποποιούν τη φυσική πορεία της νόσου, σε αντίθεση με την ανοσοθεραπεία. Η ανοσοθεραπεία είναι η ιατρική πράξη χορήγησης σταδιακά αυξανόμενων δόσεων παράγωγου αλλεργιογόνου σε έναν ασθενή με σκοπό τη βελτίωση ή την εκρίζωση των συμπτωμάτων που οφείλονται σε αυτό.
Πόσο διαρκεί η θεραπεία;
Τα κύρια ερωτήματα είναι κατά πόσον μετά τη διακοπή της ανοσοθεραπείας το αποτέλεσμα παραμένει, εάν η ανοσοθεραπεία αποτρέπει την εξέλιξη της ρινίτιδας σε άσθμα και επίσης κατά πόσον η ανοσοθεραπεία σε ένα αλλεργιογόνο αποτρέπει την ευαισθητοποίηση σε άλλα. Οι μελέτες που υπάρχουν στη διάθεσή μας απαντούν καταφατικά σε όλα αυτά τα ερωτήματα, με συνέπεια να γνωρίζουμε σήμερα ότι η ενέσιμη ανοσοθεραπεία επάγει ανοσιακή και κλινική ανοχή, έχει μακροχρόνια αποτελεσματικότητα και τροποποιεί τη φυσική πορεία της νόσου.
Συμπερασματικά, ο ασθενής με αλλεργική ρινίτιδα πρέπει να αντιμετωπίζεται έγκαιρα πριν αυτή εξελιχθεί χρονικά και ανατομικά.