Το πιο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό του αναπαραγωγικού συστήματος της γυναίκας είναι η έλλειψη σταθερότητας. Όλα είναι ρευστά και συνεχώς διαφοροποιούμενα μορφολογικά, βιοχημικά και λειτουργικά.
Ο γυναικείος γεννητικός κύκλος με τη μηνιαία περιοδικότητά του, περιλαμβάνει επομένως μηχανισμούς με λεπτές διακυμάνσεις, που λαμβάνουν χώρα από στιγμή σε στιγμή. Το αποτέλεσμα αυτών των συνεχών διαφοροποιήσεων είναι μια υγιής κατάσταση που οδηγεί στην ωορρηξία.
Από τα χιλιάδες ωοθυλάκια που περιέχει κάθε ωοθήκη, κάθε μήνα ένα θα μπορέσει να κυριαρχήσει, να μεγαλώσει, να ωριμάσει. Είναι το ωοθυλάκιο εκείνο στο οποίο με περίπλοκους μηχανισμούς θα κυριαρχήσουν τα οιστρογόνα. Στα υπόλοιπα ωοθυλάκια θα κυριαρχήσουν τα ανδρογόνα, δεν θα μεγαλώσουν, και θα οδηγηθούν στην ατρησία, δηλαδή θα υποστρέψουν.
Στο σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών εκκρίνονται παραπάνω ανδρογόνα με αποτέλεσμα τη γενικότερη αύξηση των ανδρογόνων στην κυκλοφορία. Η αύξηση αυτή των ανδρογόνων προκαλεί τη μη ωρίμανση ενός υγιούς ωοθυλάκιου, δηλαδή τη μη παρουσία ωορρηξίας. Η ωορρηξία επομένως είναι το κυρίαρχο θέμα στις γυναίκες με πολυκυστικές ωοθήκες. Επακόλουθα είναι επομένως τα συμπτώματα και τα εργαστηριακά ευρήματα.
Η τυπική ασθενής παρουσιάζεται με υπερτρίχωση, παχυσαρκία, ακμή, ακανόνιστη περίοδο. Δεν παρουσιάζουν όμως όλες οι ασθενείς την τυπική συμπτωματολογία. Υπάρχει ένα μεγάλο εύρος συμπτωμάτων, που πολλές φορές δημιουργεί θέματα για το αν η γυναίκα έχει πραγματικά το σύνδρομο ή όχι. Τεράστια σημασία επομένως έχει η σωστή διάγνωση.
Για να διαγνωσθεί λοιπόν μια γυναίκα με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, θα πρέπει πρώτα από όλα να έχει τα χαρακτηριστικά συμπτώματα που περιγράψαμε παραπάνω. Δεύτερον θα πρέπει ο υπερηχογραφικός έλεγχος των ωοθηκών να δείξει την αναμενόμενη χαρακτηριστική εικόνα του συνδρόμου. Τρίτον και κυριότερο, θα πρέπει οι εργαστηριακές εξετάσεις να δείξουν τις μεταβολές εκείνες των ορμονών, που χαρακτηρίζουν το σύνδρομο, όπως είναι η αύξηση των ανδρογόνων και η διαταραχή της σχέσης FSH προς LH που είναι συνήθως 1 προς 2. Δε μπορούμε να χαρακτηρίζουμε γυναίκες με σύνδρομο πολυκυστικών όταν έχουν μόνο υπερηχογραφικά ευρήματα ή όταν έχουν μόνο μεγάλο κύκλο ή παρουσιάζουν αυξημένη μόνο τριχοφυία. Πάντα εκτός από τα συμπτώματα και το υπερηχογράφημα, πρέπει να υπάρχει ορμονικός έλεγχος και μάλιστα έλεγχος των αυξημένων ανδρογόνων.
Η θεραπεία του συνδρόμου γίνεται με τη χορήγηση είτε αντισυλληπτικών, είτε αντισυλληπτικών με αντιανδρογόνο σε περίπτωση αυξημένων ανδρογόνων. Η συγκεκριμένη θεραπεία επαναφέρει τον κύκλο της γυναίκας στο φυσιολογικό, προφυλάσσει το ενδομήτριο από πιθανά προβλήματα λόγω της συνεχούς έκθεσής του στα οιστρογόνα, ελαττώνει τα επίπεδα των ανδρογόνων, δρα θετικά σε περίπτωση υπερτρίχωσης. Σε γυναίκες με το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών που επιθυμούν να τεκνοποιήσουν, δε δίνονται αντισυλληπτικά προφανώς, αλλά θεραπείες, είτε με τη μορφή δισκίων, είτε με τη μορφή ενέσεων, που έχουν σα στόχο να αναγκάσουν την ωοθήκη να παράξει ωάριο είτε ωάρια με στόχο των γονιμοποίηση.
Σαν επίλογος, θα πρέπει να τονισθεί ότι το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών, εμφανίζεται συχνά στο γυναικείο πληθυσμό, ότι η γυναίκα γεννιέται με το συγκεκριμένο σύνδρομο, ότι τα προβλήματα ή τα συμπτώματα που προκαλεί το σύνδρομο είναι πιο εύκολα στο χειρισμό ή τη θεραπεία τους και ότι το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών πρέπει να σταματήσει πια να λειτουργεί ως κάτι τρομακτικό στη της γυναίκας. Η σωστή καθοδήγηση από την πλευρά του Γυναικολόγου, τόσο όσον αφορά τη διαγνωστική προσέγγιση όσο και τη σωστή θεραπεία, θα δώσει τις πιο κατάλληλες λύσεις.
Βιβλιογραφία: Γυναικολογική Ενδοκρινολογία Χ. Σέγκος 1990. Εκδόσεις Λίτσας. Σελ. 211 - 239