Είναι γεγονός ότι τους καλοκαιρινούς μήνες, οι γυναίκες ταλαιπωρούνται συχνά από κολπίτιδες, οι οποίες εκδηλώνονται με ενοχλητικά συμπτώματα, που επηρεάζουν την ποιότητα της καθημερινής τους ζωής.
Παρακάτω, θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε τα βασικά ερωτήματα των γυναικών, γύρω από τα προβλήματα αυτά, που συχνά αμελούν ή υποθεραπεύουν, με αποτέλεσμα τη θερινή περίοδο να υποφέρουν από συχνές υποτροπές των γυναικολογικών λοιμώξεων:
Ποιά είναι τα κυριότερα συμπτώματα των κολπίτιδων;
Συνοπτικά, τα βασικότερα συμπτώματα, που πρέπει να κάνουν τη γυναίκα να υποπτευθεί φλεγμονή κόλπου, δηλαδή κολπίτιδα, είναι τα ακόλουθα:
- Αλλαγή (συνήθως αύξηση), της ποσότητας της κολπικής έκκρισης
- Διαφοροποίηση στο χρώμα ή την οσμή των κολπικών υγρών
- Αίσθημα καύσης ή κνησμού στην περιοχή του αιδοίου ή του κόλπου
Πού οφείλονται συνήθως οι κολπίτιδες στις νέες γυναίκες;
Κατ’ αρχήν πρέπει να θυμίσουμε ότι ο κόλπος αποικείται από τη λεγόμενη μικροβιακή κολπική χλωρίδα, η οποία είναι ένα σύνολο μικροβίων και μυκήτων που κρατούν το PH, δηλαδή την οξύτητα του κόλπου, σε κάποια συγκεκριμένα επίπεδα, απαραίτητα για την εξασφάλιση της εσωτερικής του ισορροπίας. Οποιοσδήποτε παράγοντας «χαλάει»αυτή την ισορροπία, οδηγεί στην ανάπτυξη κολπίτιδας.
Αίτια, λοιπόν κολπίτιδας μπορεί να είναι:
- Μικρόβια, που συνήθως μεταδίδονται με τη σεξουαλική επαφή, όπως είναι οι τριχομονάδες, ο αιμόφιλος του κόλπου κ.ά.
- Βακτήρια της ήδη υπάρχουσας φυσιολογικής χλωρίδας, που υπό ορισμένες συνθήκες υπεραναπτύσσονται, όπως στρεπτόκοκκοι, σταφυλόκοκκοι, μύκητες κ.ά.
Ποιές είναι οι πιο συνηθισμένες κολπίτιδες κατά τους θερινούς μήνες;
Η μυκητιασική κολπίτιδα αποτελεί το 20% περίπου των κολπίτιδων. Ειδικά το καλοκαίρι, η συχνότητα των μυκητιάσεων είναι ακόμα μεγαλύτερη, αφού η ζέστη και η τοπική υγρασία που αυξάνεται από την έντονη εφίδρωση, είναι παράγοντες που ευνοούν την υπερανάπτυξη των μυκήτων.
Τί πρέπει να προσέχουν οι γυναίκες ειδικά κατά την καλοκαιρινή περίοδο, για να προλάβουν ενδεχόμενη παρουσία μυκητιασικής κολπίτιδας;
Γενικά, η πρόληψη πρέπει να εστιάζεται στους παράγοντες εκείνους που ευνοούν τις μυκητιάσεις του κόλπου. Έτσι, η αποφυγή των τοπικών παραγόντων, όπως είναι τα στενά και συνθετικά εσώρουχα, η παραμονή του βρεγμένου μαγιώ στο σώμα, και η επαφή με την άμμο της θάλασσας, που αποικείται από πολλά στελέχη μυκήτων, είναι ο βασικός κανόνας για την υγιεινή της γεννητικής χώρας.
Επίσης, σημαντικό είναι να μη γίνεται αλόγιστη χρήση αντιβιοτικών, για τα τελευταία ως αντιμικροβιακά φάρμακα, καταστρέφουν τα βακτήρια της φυσιολογικής χλωρίδας του κόλπου και βοηθούν την υπερανάπτυξη των μυκήτων. Ακόμη, η αποφυγή διατροφικών συνηθειών, πλούσιων στην πρόληψη ραφιναρισμένων σακχάρων και η διατήρηση καλής φυσικής κατάστασης και ιδανικού βάρους, βοηθούν στην πρόληψη των μυκητιασικών κολπίτιδων.
Πώς θεραπεύονται οι μυκητιασικές κολπίτιδες;
Αρχικά, η εμφάνιση συμπτωμάτων είναι απαραίτητο να οδηγήσει τη γυναίκα στο γυναικολόγο της, ο οποίος θα εκτιμήσει την βαρύτητα της κολπίτιδας και θα δώσει την ενδεδειγμένη θεραπεία. Αυτή, συνήθως συνίσταται σε συνδυασμό τοπικής θεραπείας με αντιμυκητισιακή κρέμα ή κολπικά υπόθετα και αγωγής με αντιμυκητισιακά χάπια από το στόμα, που συνήθως χρειάζεται να λάβει και ο ερωτικός σύντροφος της γυναίκας. Όμως, σε συχνές υποτροπιάζουσες μυκητιάσεις, ειδικότερα το καλοκαίρι, κρίνεται πολλές φορές απαραίτητη η χορήγηση μιας θεραπείας συντήρησης που η γυναίκα επαναλαμβάνει περιοδικά ανά μήνα για προληπτικούς λόγους.
Η μυκητίαση είναι συχνότερη στη διάρκεια της εγκυμοσύνης;
Η αλήθεια είναι ότι το 30% των εγκύων υποφέρουν από μυκητιασικές κολπίτιδες κι αυτό οφείλεται στην αύξηση των οιστρογόνων και των γαλακτοβακκίλων του κόλπου, που ευνοούν την υπερανάπτυξη των μυκήτων.
Τί πρέπει να προσέχουν οι έγκυες προκειμένου να περιορίσουν τις κολπίτιδες κατά τους θερινούς μήνες;
Η φροντισμένη εσωτερική υγιεινή που περιλαμβάνει όλους τους γενικούς κανόνες τους οποίους προαναφέραμε, είναι ο συνιστώμενος τρόπος πρόληψης. Γενικά, κατά την κύηση οι κολπικές εκκρίσεις είναι αυξημένες, υπό φυσιολογικές συνθήκες. Παρόλα αυτά, αν η υπερέκκριση συνοδεύεται από δυσοσμία, κνησμό ή αίσθημα καύσης, η έγκυος πρέπει να απευθύνεται στο γυναικολόγο.