Όσο πλησιάζει η στιγμή προς την αναμενόμενη ημερομηνία τοκετού το βασικό ερώτημα που έρχεται στο προσκήνιο είναι το πότε είναι ο ιδανικός χρόνος ολοκλήρωσης της εγκυμοσύνης.
Τη λύση τις περισσότερες φορές τη δίνει το βρέφος γιατί η καταλληλότερη περίοδος είναι αυτή που το σώμα μας και το βρέφος θα επιβάλει από τη στιγμή που θα μπείτε στον μήνα σας.
Παραδοσιακά, τα βρέφη μετά τις 37 εβδομάδες κύησης θεωρούνταν “τελειόμηνα” αν και, τεχνικά, μια πλήρης εγκυμοσύνη διαρκεί 40 εβδομάδες. Ωστόσο, όλο και περισσότερες πρόσφατες επιστημονικές έρευνες δεν υποστηρίζουν αυτή την άποψη.
Ιδανικός χρόνος για τον προγραμματισμό της γέννησης του μωρού θεωρείται πλέον το διάστημα μετά την συμπλήρωση των 39 εβδομάδων κύησης.
Εάν, βεβαίως, διαπιστωθούν προβλήματα στην εγκυμοσύνη ή στην υγεία του μωρού τότε ενδεχομένως να απαιτηθεί η γέννηση να πραγματοποιηθεί νωρίτερα.
Η ύπαρξη ιατρικής αιτίας αποτελεί προϋπόθεση για να διακοπεί η κύηση προ των 39 εβδομάδων
Σύμφωνα με τις πρόσφατες έρευνες, τα μωρά που γεννιούνται στις 37 εβδομάδες παρουσιάζουν στατιστικά διπλάσιο κίνδυνο βρεφικού θανάτου από όσα γεννιούνται στις 40 εβδομάδες παρόλο που το ποσοστό βρεφικής θνησιμότητας στις περιπτώσεις αυτές κυμαίνεται χαμηλά (3.9 ανά 1000 μωρά που γεννιούνται στις 37 εβδομάδες). Διαπιστώθηκε ωστόσο ότι ένας μεγαλύτερος αριθμός βρεφών αυτής της κατηγορίας χρειάζεται εντατική νεογνική νοσηλεία η οποία θα είχε αποφευχθεί εάν είχαν γεννηθεί λίγες εβδομάδες αργότερα.
Όσα μωρά γεννιούνται πριν από τις 37 εβδομάδες, είναι γνωστό ότι μπορεί να παρουσιάσουν περισσότερα προβλήματα υγείας τόσο στη γέννησή τους όσο και αργότερα στη ζωή τους. Αυτό που τώρα επισημαίνεται είναι ότι αντίστοιχα προβλήματα εμφανίζονται και για ένα -σαφώς πολύ μικρότερο – ποσοστό νεογνών που γεννιούνται μεταξύ των 37 και 39 εβδομάδων κύησης.
Έχει διαπιστωθεί ότι ζωτικά όργανα όπως ο εγκέφαλος και οι πνεύμονες χρειάζονται τις πολύτιμες, πέραν των 37, εβδομάδες για να αναπτυχθούν και να ωριμάσουν κατάλληλα.
Τα παιδιά που θα γεννηθούν μετά τις 39 εβδομάδες συγκεντρώνουν λιγότερες πιθανότητες να εμφανίσουν προβλήματα όρασης και ακοής. Επωφελούνται αυξάνοντας το βάρος τους κατά την παραμονή τους για περισσότερο χρόνο μέσα στην μήτρα, ενώ, τέλος, παρουσιάζουν καλύτερη ανταπόκριση στον μητρικό θηλασμό.