Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο καρκίνος μαστού αποτελεί τον πιο συχνό τύπο καρκίνου. Σχεδόν μία στις επτά νέες περιπτώσεις καρκίνου σε γυναίκες εντοπίζονται στον μαστό, ενώ μία στις τέσσερις νέες περιπτώσεις όλων των γυναικείων καρκίνων αφορούν τον μαστό.
Η έγκαιρη ανίχνευση του καρκίνου του μαστού είναι αναγκαίο ζητούμενο, καθώς μπορεί να απειλήσει τη ζωή της γυναίκας.
Καθώς συνεχώς βελτιώνονται οι τεχνικές απεικόνισης του μαστού (μαστογραφία, μαγνητική μαστογραφία, υπέρηχοι), εντούτοις οι επιστημονικές συζητήσεις και συστάσεις για το πιο αποτελεσματικό πρόγραμμα απεικονιστικού ελέγχου πρόληψης και έγκαιρης ανίχνευσης του καρκίνου του μαστού είναι διαρκείς, συχνά χωρίς καταληκτικά και καθολικά συμπεράσματα.
Η μαστογραφία παραμένει στην παρούσα φάση η καλύτερη μέθοδος για την πρώιμη και έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου του μαστού. Εντούτοις, η ευαισθησία και η ειδικότητα της μεθόδου είναι της τάξης 70-75%, γεγονός που αναδεικνύει το γεγονός ότι με τον συνδυασμό όλων των διαθέσιμων μεθόδων ο κλινικός ιατρός και η εξεταζόμενη γυναίκα προσδοκούν το βέλτιστο αποτέλεσμα πρόληψης.
Οι υπέρηχοι μαστών γενικά χρησιμοποιούνται για να συμπληρώσουν την κλινική εξέταση σε περίπτωση ψηλαφητού μορφώματος ή για περαιτέρω έλεγχο κάποιου ευρήματος στη μαστογραφία. Ως εκ τούτου, ο υπέρηχος λειτουργεί συμπληρωματικά σε ορισμένες περιπτώσεις, ειδικά σε γυναίκες με «πυκνούς» μαστούς, καθώς έχει το πλεονέκτημα ότι δεν επιβαρύνει με ακτινοβολία και μπορεί να επαναληφθεί χωρίς βιολογική επιβάρυνση.
Η μαγνητική μαστογραφία είναι μία υψηλού κόστους μέθοδος που εφαρμόζεται για την ανίχνευση καρκίνου μαστού σε γυναίκες υψηλού κινδύνου και σε νεότερης ηλικίας γυναίκες. Ο συνδυασμός μαστογραφίας, κλινικής εξέτασης και μαγνητικής τομογραφίας έχει υψηλή ευαισθησία. Εντούτοις, η μαγνητική τομογραφία μαστών έχει χαμηλή ειδικότητα, με αποτέλεσμα περισσότερα ψευδώς θετικά ευρήματα καρκίνου.
Με βάση τα αποτελέσματα μελετών η μαγνητική μαστογραφία συστήνεται σε ετήσια βάση σε επιλεγμένες περιπτώσεις, όπως: μετάλλαξη γονιδίων BRCA, σε πρώτου βαθμού συγγενείς φορέων γονιδίων BRCA, λήψη ακτινοβολίας στον θώρακα στην ηλικία 10-30 ετών, σε γυναίκες με σύνδρομο Li-Fraumeni, Cowden και Bannayan-Riley-Ruvalcaba και συγγενείς πρώτου βαθμού.
Κάθε γυναίκα που:
δεν έχει συμπτώματα από τους μαστούς της,
δεν έχει οικογενειακό ιστορικό καρκίνου μαστού ή κυτταρικής ατυπίας,
δεν έχει συγγενείς πρώτου βαθμού με ιστορικό καρκίνου μαστού ή ενδείξεις κληρονομικού συνδρόμου που σχετίζεται με μεγαλύτερη πιθανότητα κακοήθειας στον μαστό,
δεν έχει λάβει ακτινοβολία στον θώρακα σε ηλικία 10-30 ετών,
τότε θεωρείται ότι έχει τον ίδιο κίνδυνο που έχει κάθε γυναίκα του γενικού πληθυσμού να προσβληθεί από καρκίνο μαστού.
Συστάσεις για προληπτικό έλεγχο σε γυναίκες με μέσο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου μαστού
- Ετήσιος κλινικός έλεγχος (ψηλάφηση) των μαστών από 25 ετών
- Έλεγχος με μαστογραφία από 40 ετών (ετησίως ή κάθε δύο χρόνια)
- Ετήσιος έλεγχος με μαστογραφία από 50 μέχρι 75 ετών
Η συχνότητα επανάληψης της μαστογραφίας αποφασίζεται σε εξατομικευμένο επίπεδο από τον θεράποντα ιατρό κάθε γυναίκας, κατόπιν ενημέρωσής της. Επίσης, μπορεί κατά περίπτωση να ζητηθεί συμπληρωματικός έλεγχος με υπερηχογράφημα μαστών.
Σε αντίθετη περίπτωση, μία γυναίκα έχει αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου μαστού, όταν:
- έχει συγγενή πρώτου βαθμού με καρκίνο μαστού,
- έχει κυτταρική ατυπία ή λοβιακό καρκίνωμα insitu,
- έχει λάβει ακτινοβολία στον θώρακα σε ηλικία 10-30 ετών.
Συστάσεις για προληπτικό έλεγχο σε γυναίκες με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου μαστού
- Κλινικός έλεγχος των μαστών (ψηλάφηση) ανά 3-6 μήνες
- Ετήσιος μαστογραφικός έλεγχος, με χρόνο έναρξης ανάλογα με τη σύσταση του θεράποντος ιατρού
- Εναλλακτικά, ετήσιος έλεγχος με μαγνητική τομογραφία μαστών ή ανά 6μηνο εναλλάξ έλεγχος με μαγνητική τομογραφία μαστών και μαστογραφία.
Επίσης, μπορεί κατά περίπτωση να ζητηθεί συμπληρωματικός έλεγχος με υπερηχογράφημα μαστών.
Πλέον είναι παραδεκτό ότι θα πρέπει να αξιολογείται από τον θεράποντα ιατρό ο ενδεχόμενος κίνδυνος για καθεμία γυναίκα ξεχωριστά, ανάλογα με το ιστορικό της, ώστε να της προτείνεται σε ατομικό επίπεδο σε ποιες απεικονιστικές εξετάσεις πρέπει να υποβληθεί, με ποια σειρά και με ποια συχνότητα επανάληψης, με στόχο το βέλτιστο αποτέλεσμα πρόληψης για τον καρκίνο του μαστού.