Τις τελευταίες δεκαετίες, η επιβίωση σε γυναίκες με καρκίνο του μαστού αυξήθηκε, ως αποτέλεσμα της έγκαιρης διάγνωσης και της αυξημένης χρήσης της συμπληρωματικής (adjuvant) χημειοθεραπείας.
Το τραύμα της διάγνωσης και θεραπείας σε γυναίκες με καρκίνο μαστού επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τη γυναικεία ψυχοσεξουαλική λειτουργικότητα και στις σχέσεις με τον σύντροφό της. Ακόμη νοιώθουν χαμηλή εκτίμηση για την εικόνα του σώματός τους, τη σεξουαλικότητά τους και την επικοινωνία με τον σύντροφό τους και σπανίως απευθύνονται σε ειδικούς ψυχολόγους-θεραπευτές. Λίγα δεδομένα υπάρχουν για τη ψυχο-κοινωνική συμπεριφορά αυτών των γυναικών στη μεταβατική περίοδο μετά το τέλος της συμπληρωματικής (adjuvant) θεραπείας και του λοιπού χρόνου επιβίωσής τους.
Σε μια μελέτη που πραγματοποιήθηκε από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας των ΗΠΑ, σε γυναίκες ένα μήνα μετά την μαστεκτομή καταγράφηκαν δημογραφικά στοιχεία και μετρήθηκαν παράμετροι της ποιότητας ζωής τους (ψυχικοί, συναισθηματικοί παράμετροι, η συμπεριφορά τους και η σεξουαλική τους λειτουργικότητα κ.ά.). Η μελέτη αφορούσε 558 γυναίκες οι οποίες είχαν υποστεί μαστεκτομή μαζί με ή χωρίς χημειοθεραπεία, μαζί με λεμφαδενεκτομή με ή χωρίς χημειοθεραπεία. Μεταξύ όλων των ομάδων βρέθηκε ότι οι γυναίκες που είχαν υποστεί μαστεκτομή είχαν πτωχότερη φυσική λειτουργικότητα κατά την έναρξη της καταγραφής των συμπτωμάτων (η συμπεριφορά τους, η ψυχική τους λειτουργικότητα, η ευαισθησία στο στήθος τους, νυγμοί και ελαφρά τοπικά άλγη στο στήθος τους, δυσκολία στη συγκέντρωση) ήταν παρόμοια για όλες τις ασθενείς και στατιστικά ήταν σημαντικά και αναλογούσαν με πτωχή λειτουργική ικανότητα και ψυχοσωματική λειτουργική ικανότητα. Η σεξουαλική δραστηριότητα ήταν χειρότερη στις γυναίκες που έλαβαν χημειοθεραπεία από ότι αυτές που δεν έλαβαν ανεξαρτήτως του τύπου της χειρουργικής επέμβασης.
Σε έτερη μελέτη που έγινε στο Μόναχο της Γερμανίας συγκρίθηκαν παράμετροι ποιότητας ζωής γυναικών με καρκίνο μαστού οι οποίες υπέστησαν μαστεκτομή έναντι συντηρητικής ογκεκτομής. Η μελέτη αφορούσε 990 γυναίκες και το ερωτηματολόγιο ήταν της EORTC το QLQ-C30 για τακτά χρονικά διαστήματα για μια 5ετία. Οι γυναίκες που είχαν υποστεί ριζική μαστεκτομή είχαν στατιστικά σημαντικά (p<0.01) υποδεέστερη εντύπωση για την εικόνα του σώματός τους και ανέφεραν φαινόμενα σεξουαλικής δυσλειτουργίας και η ζωή τους είχε περισσότερο διασπαστεί από ότι οι γυναίκες που υπέστησαν συντηρητικότερη ογκεκτομή. Η ψυχική ή/και συντηρητικότερη κοινωνική λειτουργικότητα, τα οικονομικά και η ανησυχία για την μελλοντική κατάσταση της υγείας τους ήταν χειρότερη στις νεώτερες γυναίκες.
Σε άλλη μελέτη από το Dana-Farber Ινστιτούτο Καρκίνου της Βοστόνης, αναφέρουν ότι συνήθως οι γυναίκες 2 έτη μετά τη μαστεκτομή προσαρμόζονται καλώς στα καινούργια δεδομένα της ζωής τους. Οι ερευνητές αναφέρουν ότι ένα ποσοστό γυναικών από 5-50% αναφέρουν ψυχολογική πίεση (που εκδηλώνεται ως κατάθλιψη ή νεύρωση) και απαντάται στο 30%, 4 έτη μετά τη θεραπεία.
Ένας σημαντικός αριθμός επιζώντων αναφέρει προβλήματα επί μακρόν χρόνο μετά, όπως κατάθλιψη, χαμηλή εκτίμηση της εικόνας του σώματός τους, φόβο για υποτροπή της νόσου, και μετατραυματικό stress καθώς επίσης και σεξουαλικά προβλήματα. Οι γυναίκες με ιατρογενείς επιπλοκές όπως λεμφοίδημα, περνούν χειρότερη ψυχολογική κρίση από ότι αυτές που δεν είχαν επιπλοκές.
Η ποιότητα ζωής των γυναικών που επιβίωσαν μετά από ένα καρκίνο μαστού είναι γενικά καλή αλλά υπάρχει αυξημένη συναισθηματική διαταραχή μεταξύ των νεωτέρων γυναικών και αυτό οφείλεται στη φτωχότερη προοπτική της υγείας τους, και της ποιότητας ζωής τους περιλαμβανομένης της μετάπτωσής τους στην εμμηνόπαυση σαν αποτέλεσμα της θεραπείας και του γεγονότος ότι νοιώθουν περισσότερο ευάλωτες μετά τον καρκίνο.
Μια μελέτη από το Σιάτλ των ΗΠΑ αναφέρεται στη σύγκριση 58 γυναικών με καρκίνο μαστού, και 61 γυναικών χωρίς καρκίνο μαστού, της σεξουαλικής τους λειτουργικής και συναισθηματικής κατάστασης, και των μετεμμηνοπαυσιακών συμπτωμάτων. Βρέθηκε ότι οι γυναίκες με καρκίνο μαστού, οι οποίες ζουν επί μακρόν, αναφέρουν χειρότερη σεξουαλική λειτουργικότητα, ανικανότητα στο να ηρεμήσουν και να απολαύσουν το σεξ, και δυσκολίες στην επίτευξη οργασμού. Ακόμη, η σημαντική ξηρότητα του κόλπου αντιστοιχεί σε φτωχότερη σεξουαλική λειτουργία και επηρεασμό των σχέσεων μεταξύ του ζευγαριού.
Οι Wilmoth και συνεργάτες από το Πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας των ΗΠΑ καθιέρωσαν το Wilmoth Sexual Behaviors Questionnaire – Female (ένα ερωτηματολόγιο της γυναικείας σεξουαλικής συμπεριφοράς) σε γυναίκες με καρκίνο του μαστού, το οποίο είναι μια αξιόπιστη και αληθινή μέθοδος μέτρησης της γυναικείας σεξουαλικής συμπεριφοράς.
Οι γυναίκες με μαστεκτομή και αποκατάσταση με πλαστική χειρουργική του αφαιρεθέντος μαστού παρουσιάζουν ένα υψηλότερο δείκτη ικανοποίησης με τη σεξουαλική ζωή τους από ότι οι γυναίκες χωρίς αποκατάσταση. Οι γυναίκες χωρίς χειρουργική αποκατάσταση νοιώθουν μεγαλύτερη εγκατάλειψη από το σύντροφό τους και λιγότερη ικανοποίηση του συντρόφου τους με το σώμα τους.
Σε μια μελέτη από την Κίνα οι γυναίκες που υποβλήθηκαν σε συντηρητική χειρουργική επέμβαση και άμεση πλαστική χειρουργική αποκατάσταση του αφαιρεθέντος μαστού, είχαν σημαντικά καλύτερη εικόνα για τη σωματική τους εμφάνιση, είχαν μεγαλύτερη ελευθερία στην επιλογή ενδυμασίας, νοιώθανε λιγότερο ενοχλημένες από την αλλαγή στο σώμα τους και νοιώθανε ότι είναι αποδεκτές από τους συντρόφους τους σε σύγκριση με τις γυναίκες που δεν προχώρησαν σε πλαστική αποκατάσταση του αφαιρεθέντος μαστού τους.
Τέλος, σε μια μεγάλη μελέτη από το Βασιλικό Κολέγιο της Αγγλίας και τη Ιατρική Σχολή του Λονδίνου, ερευνήθηκε η ψυχοκοινωνική επίδραση της αμφοτερόπλευρης προφυλακτικής μαστεκτομής σε γυναίκες με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού και βρέθηκε ότι αυτή βοηθά και έχει ψυχοκοινωνικά οφέλη και βοηθά τη σεξουαλική συμπεριφορά σε αυτήν την κατηγορία των γυναικών.
Συμπερασματικά, οι γυναίκες με καρκίνο του μαστού μετά τη χειρουργική επέμβαση και τη συμπληρωματική χημειο-ή/και ακτινοθεραπεία μπορεί να παρουσιάσουν κατάθλιψη, χαμηλή εκτίμηση της εικόνας του σώματός τους, φοβικές-νευρώσεις για πιθανή υποτροπή της νόσου, κακή σεξουαλική ζωή (ανικανότητα να ηρεμήσουν και να απολαύσουν το σεξ, ξηρότητα του κόλπου) επηρεασμό των σχέσεων μεταξύ του ζευγαριού και χρειάζονται στήριξη από τον σύντροφό τους και τον κοινωνικό τους περίγυρο.